Στο εγχώριο banking επικρατεί εύλογη αισιοδοξία και λόγω της θεαματικής προσφοράς πανίσχυρων funds στο placement της Πειραιώς. H διάθεση των ξένων είχε διαφανεί από τον Νοέμβριο με τη διάθεση του 20%+2% του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής από το ΤΧΣ. Η προσφορά, στη διάρκεια του book building, έφτασε τα 8,1 δισ. και η υπερκάλυψη τις 8,04 φορές. Η μεγαλύτερη από κάθε άλλη ευρωπαϊκή (για το 2023), δεδομένου του μικρού discount της τιμής διάθεσης, στα 5,30 ευρώ. 

Ήδη ανέρχεται στα 7,3 ευρώ η μετοχή της Εθνικής, στα 6,640 δισ. η αποτίμηση, και όσοι τοποθετήθηκαν στο placement «μετρούν» διψήφιες αποδόσεις. Διάθεση που επιβεβαιώθηκε, πανηγυρικά, στην αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Πειραιώς, ξεπερνώντας τις προσδοκίες ακόμη και των πιο αισιόδοξων στο εγχώριο banking. 

Παράλληλα με την ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων από την Alpha Bank και την Eurobank, της Εθνικής, σήμερα, Τρίτη (12 Μαρτίου), ολοκληρώνεται ο κύκλος για το 2023, με την κερδοφορία και των τεσσάρων να αφήνει ανοιχτή την προοπτική χρηματικής διανομής. 

Από σήμερα έως την Πέμπτη (12-14 Μαρτίου), στο πλαίσιο του roadshow της Morgan Stanley, θα γίνει γνωστή η μερισματική πολιτική που θα υλοποιήσει η Διοίκηση κάθε τράπεζας ξεχωριστά. Το 10%, ως ελάχιστο ποσοστό επί των κερδών, είναι σχεδόν «κλειδωμένο», με τα τυπικά να απομένουν από την πλευρά του SSM. 

Η μερισματική πολιτική των τραπεζών για το 2023 ξεκινά από συντηρητική βάση, έχοντας λάβει την καταρχήν έγκριση των εποπτικών αρχών, που έχουν «κλείσει το μάτι» σε αυτήν την πρωτοβουλία για πρώτη φορά από το 2017. Έτσι, η Τράπεζα Πειραιώς έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να διανείμει το 10% των κερδών του 2023 (για το 2024 προτίθεται να διανείμει το 25% και τη διετία 2025-2026 το 50%), ενώ από το επίπεδο του 20% ξεκινά για το 2023 η Alpha Bank, από το 25% η Eurobank και μεταξύ 20%-30% η Εθνική Τράπεζα. 

Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι οι στόχοι αυτοί μεγιστοποιούνται στη διάρκεια της τριετίας και παρακολουθούνται στενά από τον SSM, που θα κληθεί να επιβεβαιώνει την έγκρισή του κάθε χρονιά, αξιολογώντας την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, που βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Με τη διαφορά ότι η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων τους περιλαμβάνει υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενου φόρου.

Από ΧΡΗΜΑ WEEK