Το τοπίο στην αγορά λιανικής και ο στόχος να καταστεί η χώρα ενεργειακός κόμβος
Προς τη νέα ενεργειακή κανονικότητα οδηγούν, εκ των πραγμάτων, οι μεγάλες στρατηγικές κατευθύνσεις της ενεργειακής μετάβασης κατά τη διάρκεια του 2023.
Στη βάση της νέας αυτής κανονικότητας βρίσκονται τα «απόνερα» της ενεργειακής κρίσης, η οποία σε μεγάλο βαθμό αμβλύνθηκε, αλλά δεν επιτρέπει ακόμα κανέναν εφησυχασμό, ούτε για τα επίπεδα των τιμών ούτε για τους κινδύνους επάρκειας.
Στη λήξη του 2023 και στην αρχή του 2024, τα δύο μεγάλα θέματα είναι αφενός μεν η ομαλή μετάβαση της ηλεκτρικής αγοράς μετά το τέλος των επιδοτήσεων, αφετέρου η δημιουργία ενός νέου συνολικού πλαισίου στον τομέα των ΑΠΕ και της αποθήκευσης ενέργειας, έτσι ώστε να δοθεί συνέχεια, με όρους βιωσιμότητας, στο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται.
Στοιχείο αυτού του πλαισίου αποτελεί η ώθηση που παίρνουν τα projects των μεγάλων διασυνοριακών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, αλλά και η δημιουργία, για πρώτη φορά, ρεαλιστικού ορίζοντα για την ανάπτυξη των θαλάσσιων αιολικών πάρκων.
Η χώρα μοιάζει να προσεγγίζει, για πρώτη φορά επίσης, τον παλιό στόχο τού να καταστεί ενεργειακός κόμβος τόσο στο φυσικό αέριο και στο ρεύμα όσο και στις χρηματιστηριακές αγορές ενέργειας.
Το καινούργιο περιβάλλον αποτελεί πρόκληση για την επιχειρηματική κοινότητα, η οποία, στο σύνολό της, θεωρεί ως προϋπόθεση ομαλής πορείας το να υπάρχει καθαρότητα και διαφάνεια στους κανόνες του «παιχνιδιού», αλλά και αυτοσυγκράτηση στις παρεμβατικές πολιτικές, που αποτέλεσαν τον κανόνα στις έκτακτες συνθήκες της κρίσης.
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ
Μετά από τέσσερα χρόνια ολοκληρώθηκε η πρώτη έκδοση του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, με ορίζοντα ώς το 2030 και ακόμα παραπέρα. Μεταξύ άλλων, θέτει φιλόδοξους στόχους μέχρι το 2030: α) συμμετοχή των ΑΠΕ σε ποσοστό 80% στον ηλεκτρισμό, β) ένα στα τρία νέα αυτοκίνητα να είναι ηλεκτρικό, γ) απόσυρση του λιγνίτη από το ελληνικό μείγμα έως το 2028.
Η φιλοδοξία του ελληνικού Σχεδίου είναι προφανής και, ειδικά στην περίπτωση των αιολικών, των φωτοβολταϊκών και της ηλεκτροκίνησης, είναι σύμφωνο με την τροχιά που έχει θέσει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) για την επίτευξη του κλιματικού στόχου. Στα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά, η Ελλάδα είναι, αυτήν τη στιγμή, μία από 12 μόλις χώρες διεθνώς που έχουν αυτήν τη διάκριση.
Επίσης, το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ θέτει τις βάσεις ώστε η Ελλάδα να κάνει τα πρώτα της βήματα σε τέσσερις κρίσιμες νέες τεχνολογίες: την αποθήκευση ενέργειας, το βιομεθάνιο, το πράσινο υδρογόνο και τα υπεράκτια αιολικά.
Το καλοκαίρι του 2023, πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημοπρασία για τη χορήγηση λειτουργικής και επενδυτικής ενίσχυσης για την εγκατάσταση σταθμών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας τεχνολογίας συσσωρευτών. Το ενδιαφέρον των επενδυτών ήταν έντονο, οι τιμές των προσφορών τους πολύ χαμηλότερες από το «ταβάνι» που είχε τεθεί, άρα η διαδικασία στέφθηκε με επιτυχία, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος.
Ακολούθησε, στα τέλη του έτους, η προκήρυξη της δεύτερης δημοπρασίας, ενώ στο σύνολό τους οι δύο διαδικασίες διέθεσαν ήδη περί τα 700 MW και ακολουθεί ακόμη μία, στις αρχές του 2024, που θα αφορά κυρίως τις Περιοχές Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, φτάνοντας συνολικά το 1 GW.
Οι μπαταρίες, αλλά και η αντλησιοταμίευση αποτελούν κρίσιμες τεχνολογίες, που θα επιτρέψουν στην υψηλή πράσινη παραγωγή των ΑΠΕ να «απλωθεί» μέσα στην ημέρα και να μην πηγαίνει χαμένη λόγω των περικοπών. Η αποθήκευση ενέργειας, εν γένει, αποτελεί βασικό συστατικό του νέου ΕΣΕΚ, με τον στόχο για το 2030 να φτάνει στα 5,3 GW (3,1 GW μπαταρίες & 2,2 GW αντλησιοταμίευση) και, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των δικτύων και των εγχώριων και διεθνών διασυνδέσεων, θα συνεισφέρει σε σημαντική αύξηση του ποσοστού διείσδυσης της παραγωγής ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ