Η Ελλάδα κατέχει σταθερά την θέση του κυριότερου προμηθευτή κρασιού της Κύπρου, σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Κύπρο. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το 2018, το ελληνικό μερίδιο στις συνολικές εισαγωγές κρασιού στην κυπριακή αγορά ανήλθε σε 25%, ενώ ακολούθησαν η Γαλλία με 21%, η Ιταλία με 20%, το Ην. Βασίλειο με 8% και η Γερμανία, με 5%.
Κατά την τελευταία διετία, αξιόλογη άνοδο στις εξαγωγές κρασιών προς την Κύπρο σημείωσαν το Ην. Βασίλειο (+102% έναντι του 2017 και + 12% έναντι του 2016), η Γαλλία (+ 9% έναντι του 2017 και + 19% έναντι του 2016) και η Ελλάδα (+ 9% έναντι του 2017 και + 2% έναντι του 2016). Αντίθετα, πτωτικά κινήθηκαν, το 2018, οι εξαγωγές της Ισπανίας και της Ιταλίας (-24% και -2% αντίστοιχα, έναντι του 2017).
Το 2018, οι κυπριακές εισαγωγές κρασιού αποτελούνταν κατά 72% (18,5 εκ. ευρώ) από «κρασιά σε δοχείο έως 2 lt», κατά 24% (6,2 εκ. ευρώ) από «αφρώδη κρασιά», κατά 3% (853 χιλ. ευρώ) από «άλλα κρασιά» και κατά 1% (122 χιλ. Ευρώ) από «κρασιά σε δοχείο 2-10 lt». Επίσης, σημειώθηκε και μικρή ποσότητα εισαγωγών (11 χιλ. ευρώ) στην κατηγορία «άλλα είδη μούστου», η οποία κατέλαβε μόλις το 0,04% των συνολικών εισαγωγών κρασιού.
Η κατάταξη της Ελλάδας
Το έτος 2018, οι κύριοι προμηθευτές της κυπριακής αγοράς με την υψηλότερη μέση τιμή κρασιού ανά lt ήταν το Βέλγιο (8,11 Ευρώ/lt), η Γαλλία (7,93 Ευρώ/lt) και η Ολλανδία (4,17 Ευρώ/lt). Διευκρινίζουμε σχετικά ότι οι ετικέτες που εισάγονται από το Βέλγιο και την Ολλανδία είναι, στην πλειοψηφία τους, γαλλικές ή και «νεοκοσμικές» (κατά τον σχετικό όρο των οινολόγων), δηλαδή προέρχονται από χώρες όπως οι ΗΠΑ (Καλιφόρνια), η Αυστραλία, η Αργεντινή και η Χιλή.
Όπως προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα, η τάση που επικρατεί κατά την διετία 2017-2018 είναι η άνοδος της μέσης τιμής ανά εισαγόμενο λίτρο κρασιού, από χώρες όπως η Ισπανία (+68%), το Βέλγιο (+64%), η Γαλλία (+15%) και η Ιταλία (+15%). Αντίθετα, μείωση της αντίστοιχης τιμής εισαγωγής παρατηρείται για την Ολλανδία, το Ην. Βασίλειο και την Ολλανδία.
Οι προμηθευτές που υπερβαίνουν τον συνολικό μέσο όρο της αξίας εισαγωγής κρασιού/λίτρο στην Κύπρο (3,19 Ευρώ/λίτρο το 2018) είναι, για το 2018, το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ολλανδία. Η μέση αξία/λίτρο των ελληνικών εξαγωγών οίνου προς την Κύπρο το 2018 διαμορφώθηκε σε 2,79 ευρώ, γεγονός στο οποίο συνέτεινε και η εξαγωγή σημαντικών ποσοτήτων σε «ασκούς» (χύμα). Πέραν αυτού, οι ελληνικές ετικέτες συγκαταλέγονται μεταξύ των ακριβότερων στην κυπριακή αγορά.
Συγκεκριμένα, από έρευνα της πρέσβειρας μας, σε σημεία πώλησης διαπιστώθηκε ότι οι ετικέτες με τις υψηλότερες τιμές είναι οι γαλλικές, οι ιταλικές και ακολουθούν οι ελληνικές μαζί με τις χιλιανές. Τα ελληνικά κρασιά διατίθενται στην Κύπρο σε αρκετά υψηλότερες τιμές σε σχέση με την ελληνική αγορά.
Προτιμήσεις καταναλωτών
Σύμφωνα με τους μεγαλύτερους εισαγωγείς κρασιού και οινολόγους στην Κύπρο, οι καταναλωτές προτιμούν τα κρασιά που συνδυάζουν το δίπτυχο ποιότητας – τιμής και, για το λόγο αυτό, οι ετικέτες του «νέου κόσμου» (Χιλή, Αργεντινή, Καλιφόρνια, Αυστραλία), βρίσκονται πολύ ψηλά στις καταναλωτικές προτιμήσεις, ενώ σημειώνουν θεαματική άνοδο χρόνο με τον χρόνο. Ένας άλλος λόγος που οι προαναφερόμενες ετικέτες απολαμβάνουν τέτοια επιτυχία στην Κύπρο (ειδικά εκείνες από Αργεντινή και Χιλή), είναι επειδή αντιπροσωπεύουν διεθνείς ποικιλίες, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αγαπητές στην εδώ αγορά.
Τα ελληνικά κρασιά είναι δημοφιλή μεταξύ των Κύπριων καταναλωτών, όχι μόνο λόγω ποιότητας αλλά και λόγω συναισθηματικής υπεραξίας. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες παραγωγοί είναι ήδη παρόντες στην κυπριακή αγορά, ενώ ο κύριος όγκος των εμπορευμάτων τους διακινείται μέσω υπεραγορών. Ετικέτες μικρότερων οινοποιείων εισάγονται στην Κύπρο απευθείας από τις κάβες είτε διανέμονται από συγκεκριμένους εισαγωγείς σε επιλεγμένα καταστήματα delicatessen, εστιατόρια και μπαρ της χώρας.
Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς ποικιλίες, μεγαλύτερη ζήτηση έχουν οι Cabernet, Chardonnay και Sauvignon. Από τις γηγενείς ελληνικές ποικιλίες, οι πιο περιζήτητες είναι το Μοσχοφίλερο και το Αγιωργίτικο, ενώ το Ξυνόμαυρο, ενώ και οι ποικιλίες Σαντορίνης έχουν αρχίσει στους να αποκτούν πιστούς οπαδούς.
Σε ό,τι αφορά το χρώμα, οι προτιμήσεις μεταβάλλονται ανάλογα με την εποχικότητα, όπως γίνεται και στις υπόλοιπες αγορές (περισσότερο κόκκινο τον χειμώνα και περισσότερο λευκό το καλοκαίρι). Σύμφωνα με ορισμένους διανομείς, σημαντική είναι η διάδοση του πορτογαλικού ροζέ «Mateus», λόγω της χαμηλής τιμής και της ελαφρώς αφρώδους υφής του.
Με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, διευρύνθηκε η πρόσβαση σε εισαγόμενους οίνους, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται σημαντικά και η τοπική οινοποιία, με αποτέλεσμα οι Κύπριοι καταναλωτές να καθίστανται ολοένα πιο επιλεκτικοί και απαιτητικοί. Ένας παράγοντας που θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί είναι η παρουσία αλλοδαπών επισκεπτών ή μόνιμων κατοίκων υψηλού εισοδήματος. Η κυπριακή αγορά κρασιού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα ανταγωνιστική για τους ξένους προμηθευτές, ενώ η πίεση που ασκείται στους εισαγωγείς κρασιού για περαιτέρω μείωση των τιμών είναι πολύ ισχυρή