Δύο ελληνικές τράπεζες συμμετείχαν στην ιδιωτική τοποθέτηση με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία άντλησε 2 δισ. ευρώ μέσω της επανέκδοσης του 30ετούς κρατικού ομολόγου.
Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς αγόρασαν το 30ετές ομόλογο που για πρώτη φορά είχε εκδοθεί από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) στις αρχές του 2020, πάλι μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης. Πρόκειται για μακροπρόθεσμους τίτλους λήξης 2050 (δηλαδή διάρκειας 29,4 ετών).
Όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters, η Ελλάδα σκοπεύει να αντλήσει φέτος από τις αγορές ομολόγων από 8 έως 12 δισ. Ευρώ.
Σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής είναι η διαρκής διακριτική παρουσία στις διεθνείς αγορές χρέους, μειώνοντας παράλληλα τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και διατηρώντας επαρκές απόθεμα μετρητών.
Ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε:
- “Κατά τους τελευταίους δύο μήνες, το Υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), στο πλαίσιο της επίτευξης των διαχειριστικών στόχων του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, προέβησαν, με απόλυτη διαφάνεια, σε πράξεις επαναγοράς (buy back) και επανέκδοσης (re-opening) υφιστάμενων Ομολογιακών εκδόσεων Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) με τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, μέλη της ομάδας των Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς του Ελληνικού Δημοσίου.”
Ειδικότερα, από το σύνολο των εν λόγω συναλλαγών επετεύχθη:
(i) μείωση του χρέους Γενικής Κυβέρνησης κατά περίπου 620 εκατ. ευρώ,
(ii) επέκταση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειας, από περίπου 7,5 έτη σε περίπου 29,4 έτη, χρέους ονομαστικής αξίας 650 εκατ. ευρώ, και
(iii) συνολική άντληση ρευστότητας, με ταυτόχρονη αύξηση των κρατικών διαθεσίμων, ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ, μέσω έκδοσης ΟΕΔ, λήξης 2050, ήτοι διάρκειας 29,4 ετών, που επετεύχθη αξιοποιώντας τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα επιτοκίων, ιδιαίτερα στο μακροπρόθεσμο τμήμα της καμπύλης. Παράλληλα, από τις εν λόγω συναλλαγές οι συμμετέχουσες τράπεζες κατέγραψαν σημαντική αύξηση στα κέρδη και στα κεφάλαιά τους.
- Η Ελληνική Κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της πανδημίας, έχοντας παράλληλα σταθερή προσήλωση στην περαιτέρω βελτίωση των δεικτών βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, στη διατήρηση ασφαλούς ύψους κρατικών διαθεσίμων και στην ορθολογική και συνετή διαχείριση της ταμειακής ρευστότητας του Ελληνικού Δημοσίου».