Πρόσφατα το υπουργείο τουρισμού εξέφρασε την αισιοδοξία του για το γεγονός ότι οι αυξημένες τουριστικές ροές συνέβαλαν καθοριστικά στη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε μια δύσκολη χρονιά, ενώ επεσήμανε ότι η σεζόν του 2022 απέδειξε πως ο τουρισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πορεία της οικονομίας και του εμπορίου. Παράλληλα διαφαίνεται ότι το υπουργείο προωθεί στρατηγικά την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται ώστε να αυξηθούν αντίστοιχα τα έσοδα από τον τουρισμό και να ενισχυθούν οι μεσαίες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Η γενικότερη όμως κατάσταση στην Ελλάδα δείχνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρότι αποτελούν πάνω από το 90% του συνόλου των επιχειρήσεων, έχουν περιορισμένη και ανύπαρκτη πρόσβαση σε εργαλεία, χρηματοδοτήσεις αλλά και στρατηγικές.

Ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στερούνται ολοκληρωμένης και έγκαιρης πληροφόρησης, παρακολούθησης και κατανόησης των ευρύτερων οικονομικών, παραγωγικών και θεσμικών αλλαγών. Η υποστήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και της καίριας κάλυψης των αναγκών τους είναι λοιπόν επιτακτικής σημασίας, με βασικό παράγοντα για την ενίσχυσή της και τον σχεδιασμό εξειδικευμένων παρεμβάσεων και μέτρων πολιτικής την ανάπτυξη σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων.

Μια προσοδοφόρα αγορά στην οποία δεν έχουν εύκολη πρόσβαση οι Mμε- σε συντριπτικό ποσοστό που φτάνει το 80% σύμφωνα με έρευνες- και ειδικά στις μικρές κοινότητες όπως τα νησιά, είναι οι αφορολόγητες τουριστικές αγορές. Η σημασία του συστήματος αυτού που επιτρέπει στους global shoppers την δυνατότητα να αγοράζουν αγαθά με έκπτωση -24% στις διακοπές τους στην Ελλάδα είναι μεγάλη μιλώντας με όρους πρόσθετης τουριστικής δαπάνης. Η σημερινή γραφειοκρατική και μη ψηφιακή του μορφή το καθιστά διαθέσιμο μόνο σε μεγάλα πολυτελή καταστήματα και απρόσιτο για τον μέσο τουρίστα.

Ποιο είναι όμως το βασικότερο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην υιοθέτηση και ενσωμάτωση του συστήματος αφορολόγητων αγορών στην καθημερινή τους λειτουργία;

Το καθεστώς αφορολόγητων αγορών που ισχύει σήμερα στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ξεπερασμένο. Πρόκειται για έναν τομέα που δεν ακολουθεί την γενικότερα επιτυχημένη πορεία της Ελλάδας για την ψηφιοποίηση των λειτουργιών της.Οι  υφιστάμενες γραφειοκρατικές πρακτικές που εφαρμόζονται ανοίγουν περισσότερο την «ψαλίδα» μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις μεγάλες πολυεθνικές και τα ισχυρά brands του εγχώριου λιανεμπορίου.

Λόγω απουσίας ψηφιακών πρακτικών που δύναται να δημιουργήσουν ένα υγιές περιβάλλον λειτουργίας και σύνδεσης τόσο των μικρών αλλά και των μεγάλων επιχειρήσεων και να αναβαθμίσουν την αγοραστική εμπειρία του ταξιδιώτη, οι αφορολόγητες τουριστικές αγορές έχουν καταστεί όχι μόνο απρόσιτες για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων λιανοπωλητών σε όλη τη χώρα αλλά και εκτός εμβέλειας για τον μέσο τουρίστα.

Οι τοπικές, περιφερειακές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποκλείονται από το σύστημα λόγω της πολυπλοκότητάς του και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα μεγαλύτερα και κεντρικά εγκατεστημένα καταστήματα, που επωφελούνται από μια μέση αύξηση της δαπάνης τάξεως+ 135% όταν προσφέρουν αφορολόγητες εκπτώσεις στους ταξιδιώτες, ζήτημα που μπορεί να επιλυθεί μέσα από την ψηφιοποίηση της διαδικασίας.

Στήριξη των λιανοπωλητών και των τοπικών οικονομιών μέσω της ψηφιοποίησης- Ποια είναι τα οφέλη για τις ΜμΕ;

Σύμφωνα με αποτελέσματα έρευνας του οικονομικού ινστιτούτου CEBR, με έδρα το Λονδίνο, προβλέπεται ότι οι τουρίστες θα ξόδευαν μεταξύ 396 και 791 εκατ. ευρώ περισσότερα, εάν είχαν πρόσβαση σε ένα ευκολότερο και περισσότερο πελατοκεντρικό σύστημα Tax-Free shopping. Η έκθεση υπογραμμίζει, επίσης, τις επιπτώσεις της μείωσης του κόστους στις καταναλωτικές συνήθειες των τουριστών, καθώς το χαμηλότερο κόστος τείνει να αυξάνει τις δαπάνες κατά τη διάρκεια των διακοπών.

Η εδραίωση και υποστήριξη ενός ψηφιακού μοντέλου διαχείρισης αφορολόγητων αγορών θα είχε ως αποτέλεσμα οι μικρομεσαίοι λιανοπωλητές να επωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από το αφορολόγητο καθεστώς αγορών, καθώς θα μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερους τουρίστες, παρέχοντας απλά τη δυνατότητα επιστροφής του ΦΠΑ και κάνοντας τίποτα περισσότερο πέρα από την πώληση των προϊόντων τους.

Ψηφιακά  μοντέλα  όπως αυτό που έχει αναπτύξει η Refundit, μια νεοφυής επιχείρηση από το Ισραήλ, θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα για την πλειοψηφία των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν επωφελούνται ή σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι καν εξοικειωμένες με το σύστημα επιστροφής του ΦΠΑ.  Μέσω της ψηφιοποίησης τούς δίνεται η ευκαιρία να κερδίζουν περισσότερα χρήματα μέσα από την πώληση ειδών σε τουρίστες με δυνατότητα επιστροφής του ΦΠΑ και προσελκύοντας έτσι περισσότερους καταναλωτές. Όλα αυτά χρησιμοποιώντας εύχρηστες ψηφιακές πλατφόρμες για την άμεση παρακολούθηση, αξιολόγηση και διαχείριση του ΦΠΑ.

Τα βασικά εργαλεία είναι ήδη διαθέσιμα: οι περισσότερες χώρες διαθέτουν ψηφιακή φορολογική βάση δεδομένων – τα smartphones είναι ικανά για εντοπισμό μέσω συστήματος GPS, καθώς και για εκτέλεση πληρωμών, ενώ κάθε επιχείρηση χρησιμοποιεί ήδη ψηφιακές πλατφόρμες για να βελτιώσει τις παροχές της.  Απελευθερώνοντας την γραφειοκρατία, μειώνεται επίσης και ο φόρτος εργασίας, επιτρέποντάς στους εμπόρους να επικεντρωθούν στη μεγιστοποίηση των εσόδων από τις πωλήσεις τους.

O Αντώνης Θεοτοκάτος, ιδιοκτήτης μικρομεσαίας επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο λιανικό εμπόριο καλλυντικών σχολιάζει: «Αναμφίβολα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιβάλλεται για τις σύγχρονες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι ανάγκη να ενισχυθούν η εμπειρία και η ψηφιακή τεχνογνωσία των μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών, καθώς και των εργαζομένων τους σε θέματα αφορολόγητων αγορών. Μην εφαρμόζοντας ένα τεχνολογικά εκσυγχρονισμένο σύστημα αφορολόγητων αγορών χάνουμε ένα σημαντικό και απαραίτητο έσοδο που θα μας επιτρέψει να ενισχύσουμε ακόμη περισσότεροι τις επιχειρήσεις μας και να περάσουμε στην νέα εποχή του επιχειρείν.»

Μια ακόμη πηγή οικονομικών οφελών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα προέλθει και από την τόνωση της κατανάλωσης. Παρέχοντας φοροαπαλλαγή στους διεθνείς επισκέπτες, το αφορολόγητο καθεστώς μειώνει κατά συνέπεια σημαντικά το κόστος επίσκεψης σε μια χώρα. Αυτό επηρεάζει την καταναλωτική συμπεριφορά, ενθαρρύνοντας περαιτέρω δαπάνες. Αυτές οι πρόσθετες δαπάνες ωφελούν τους λιανοπωλητές και οδηγούν σε αυξημένες πωλήσεις και κατ’ επέκταση υψηλότερα έσοδα.

H Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει επιτυχημένα να προχωρά τον δρόμο της ψηφιοποίησης σε πολλούς τομείς  και σίγουρα είναι έτοιμη για ένα ακόμη εύκολο ψηφιακό βήμα στο καθεστώς των αφορολόγητων αγορών. Είναι εφικτό να αλλάξουν δομικά και προς το καλύτερο τα πράγματα για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ