Με θετική έκθεση για τις ελληνικές Τράπεζες επανέρχεται η DBRS που αναβάθμισε την ελληνική οικονομία την περασμένη Παρασκευή, για να τονίσει ότι οι ελληνικές Τράπεζες έχουν κάνει πολύ μεγάλο δρόμο μειώνοντας σημαντικά το προβληματικό κομμάτι του ενεργητικού τους και μπορούν να συγκλίνουν στο ευρωπαϊκό προφίλ ποιότητας ενεργητικού, έχοντας μεγάλη ρευστότητα για να δώσουν νέα δάνεια.
Ο οίκος αξιολόγησης DBRS, βλέπει σημαντικά περιθώρια προόδου, τονίζοντας όμως ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και πρέπει οι τράπεζες να κρατήσουν διαχειρίσιμα τυχόν νέα «κόκκινα δάνεια».
Ο οίκος προβλέπει ότι το κόστος του κινδύνου αναμένεται να μειωθεί στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα βελτιωμένα προφίλ κινδύνου των ελληνικών τραπεζών και με την προϋπόθεση ότι οι νέες εισροές NPE από την πανδημία παραμένουν υπό έλεγχο.
Η άμεση έκθεση των ελληνικών τραπεζών στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, αναφέρει, αλλά σχολιάζει ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις προσθέτουν πιθανό κίνδυνο για επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και την ανάγκη για υψηλότερες προβλέψεις για ζημίες δανείων μεσομακροπρόθεσμα, εάν η αύξηση της τιμής της ενέργειας και ο πληθωρισμός επηρεάσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Αναλύοντας τα οικονομικά αποτελέσματα των Τραπεζών που ολοκληρώθηκαν πριν μερικές ημέρες, η DBRS επισημαίνει, πως οι ζημίες που σημείωσαν ελληνικές συστημικές τράπεζες στα αποτελέσματα του 2021, οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην επιταχυνόμενη μείωση του κινδύνου από τους ισολογισμούς τους που ανοίγει τον δρόμο στον κλάδο ώστε να επωφεληθεί από τις μελλοντικές ευκαιρίες ανάπτυξης.
Ωστόσο, οι γεωπολιτικές εντάσεις που προκύπτουν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προσθέτουν αβεβαιότητα στις μελλοντικές προοπτικές.
Η DBRS εξηγεί ότι οι πρόσφατες επιδόσεις των τραπεζών με συνολικές ζημίες 4,7 δισ. ευρώ έναντι ζημιών 1,7 δισ. ευρώ το 2020, προκλήθηκαν επηρεάστηκαν κυρίως από τις σημαντικές προβλέψεις για ζημίες δανείων (LLPs), καθώς και τα κόστη αναδιάρθρωσης και τις απομειώσεις.
Τα έσοδα επηρεάστηκαν από διάφορους παράγοντες, όπως οι αυξανόμενοι, αν και ακόμη υποτονικοί, νέοι όγκοι δανεισμού, καθώς και η μείωση του κινδύνου και η χαμηλή διαφοροποίηση.
Ενώ η Ελλάδα θα ωφεληθεί το περισσότερο από τα κεφάλαια του RRF σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, η DBRS αναμένει πως τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) των τραπεζών θα παραμείνουν υπό πίεση το 2022, καθώς ο θετικός αντίκτυπος της πιστωτικής επέκτασης είναι απίθανο να αντισταθµίσει τη μείωση του ΝΙΙ μετά το de-risking των χαρτοφυλακίων δανείων, την αφαίρεση των ειδικών όρων που σχετίζονται με το πρόγραμμα TLTRO 3 από τον Ιούλιο του 2022 και το υψηλότερο κόστος έκδοσης χρέους.
Λαμβάνοντας υπόψη την πίεση που αναμένεται στα καθαρά έσοδα από τόκους, αναφέρει η DBRS, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στη διοχέτευση των πλεοναζόντων καταθέσεων προς επιχειρήσεις που βασίζονται στα έσοδα από προμήθειες για να βελτιώσουν τη διαφοροποίηση των εσόδων.
Οι προβλέψεις για ζημιές δανείων και το κόστος κινδύνου αυξήθηκαν σημαντικά το 2021 λόγω της επιταχυνόμενου de-risking, αναφέρει ο οίκος προσθέτοντας πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει τεράστια μείωση κινδύνου τα τελευταία χρόνια εν μέσω μιας σημαντικά χαμηλότερης από ότι αρχικά αναμενόταν, επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων λόγω της COVID-19.
Οποιαδήποτε αύξηση στις εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) θα πρέπει να παραμείνει διαχειρίσιμη κατά την άποψη του οίκου, καθώς η μείωση κινδύνου (de-risking) είναι πιθανό να συνεχιστεί και η κεφαλαιοποίηση θα υποστηριχθεί από τη βελτιωμένη εσωτερική παραγωγή κεφαλαίου και τους «καθαρισμένους» από το ρίσκο ισολογισμούς.
Αυτό θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες σταδιακά να συγκλίνουν σε προφίλ ποιότητας του ενεργητικού με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως τονίζει η DBRS. Όπως αναφέρει, στο τέλος του 2021, ο μέσος δείκτης CET1, fully loaded, ήταν 12%, από 13,6% στο τέλος του 2019. Ωστόσο, το μέσο μαξιλάρι CET1 πάνω από την ελάχιστη απαίτηση ξεπέρασε τις 250 μονάδες βάσης στο τέλος του 2021, εξαιρουμένου του καθεστώτος ευελιξίας της ΕΚΤ σχετικά με τους δείκτες κεφαλαίου που θα λήξει το 2023.