Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 σε βασικά πεδία της οικονομίας δημιουργούν μεγάλη ανησυχία και αβεβαιότητα. Με αφορμή την ανακοπή της εξάπλωσης της πανδημίας ένα πλέγμα από ασυνήθιστα και πρωτόγνωρα μέτρα οικονομικής πολιτικής ελήφθησαν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, τα οποία προκάλεσαν ένα συνδυαστικό σοκ προσφοράς και ζήτησης, ενώ σε πολύ μεγάλο βαθμό περιόρισαν θεμελιακά δικαιώματα για τους εργαζομένους. Τα αμέσως επόμενα τρίμηνα η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε μια νέα φάση ύφεσης. Και το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα αυτή τη φορά –ύστερα από μια μακρά και τραυματική περιπέτεια κρίσης και ύφεσης– θα καταφέρει να μεταβεί σε κατάσταση σταθερότητας και μεγέθυνσης. Οι πρώτες ενδείξεις, ειδικά στην αγορά εργασίας, αναδεικνύουν την άμεση ανάγκη ρεαλιστικού σχεδιασμού, λήψης δραστικών μέτρων και υλοποίησης αποτελεσματικών παρεμβάσεων για να περιοριστούν οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες που αναμφίβολα θα έχει στην οικονομία και στην αγορά εργασίας η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.
Στο παρόν Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων το ενδιαφέρον μας εστιάζεται σε οικονομικά μεγέθη τα οποία, βάσει της δική μας οπτικής, είναι θεμελιακά για την αναπτυξιακή, μακροοικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική προοπτική της οικονομίας, για την κατάσταση της αγοράς εργασίας, καθώς και για την αξιολόγηση των προοπτικών της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι η οικονομία θα βρεθεί για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τους χρόνιους αναπτυξιακούς, μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς της. Η αντίδραση της οικονομικής πολιτικής και, κυρίως, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας θα καθορίσουν τη βραχυμεσοπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας και την πιθανότητα να βρεθεί σε μια νέα παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και στασιμότητας. Στην παραπάνω εκτίμηση συμπεριλαμβάνουμε τους πολλαπλούς κινδύνους που δημιουργούν οι ευρωπαϊκές κυρίως, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις. Η θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η νέα οικονομική και κοινωνική πρόκληση απαιτεί την ταχύτερη δυνατή διαμόρφωση συνθηκών μετάβασης της οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης.
- Αναπτυξιακοί περιορισμοί
Η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους στις οποίες βυθίστηκε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αλλά και η ανησυχία για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το σοκ της πανδημίας COVID-19 μας δείχνουν τα όρια και τις χρόνιες αδυναμίες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας. Οι δομικοί περιορισμοί του μοντέλου αυτού είναι σύνθετοι και πολλαπλοί: η τεχνολογικά και κλαδικά ανεπαρκής διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, η χαμηλή παραγωγικότητα και διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η μη δημιουργική/παραγωγική επιχειρηματικότητα, η μεγάλη εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές και η χαμηλή και κλαδικά περιορισμένη εξωστρέφειά της, η απουσία εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Μπορεί η υγειονομική κρίση COVID-19 να ενεργοποιήσει έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για τον αναπτυξιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας;
Το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι κρίσιμο, καθώς ο αριθμός των χαμένων ευκαιριών για τη χώρα μας έχει αυξηθεί δραματικά. Ο άξονας του μετασχηματισμού είναι γνωστός: η παραγωγική και τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, με βασικά χαρακτηριστικά τη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως γνώσεων, και ο περιορισμός της εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές για την ενδυνάμωση της αυτάρκειας της οικονομίας. Η πανδημία COVID-19 ανέδειξε ότι το μέλλον της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας είναι η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας αλυσίδας προστιθέμενης αξίας.
Το σοκ της υγειονομικής κρίσης βρήκε την ελληνική οικονομία σε μια περίοδο όπου αυτή αναζητούσε την αναπτυξιακή δυναμικής της. Δυστυχώς, η κρίση χρέους που αντιμετώπισε η χώρα τα προηγούμενα χρόνια δεν έγινε αφορμή ανάληψης σημαντικών επιχειρηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Ο τομέας των υπηρεσιών με αιχμή τον διευρυμένο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών εξακολουθεί να είναι ο πρωταρχικός αναπτυξιακός άξονας. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, οι ήπιοι ρυθμοί μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ μετά το 2016 συσχετίζονται πρωτίστως με την εξέλιξη της δραστηριότητας του συγκεκριμένου κλάδου. Αυτός είναι ο βασικός λόγος της, εύλογα, μεγάλης ανησυχίας για τις συνέπειες στη δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα εξαιτίας της αναστολής της δραστηριότητας του κλάδου αυτού στο πλαίσιο της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. Το περιορισμένο μέγεθος του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες σταθεροποιητικής επίδρασής τους στο ΑΕΠ, αυξάνοντας την αβεβαιότητα για την υφεσιακή προοπτική της οικονομίας.
Διάγραμμα 1: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία κατά κλάδο σε δισ. ευρώ
(1995-2019, σταθερές τιμές προηγούμενου έτους)
Το μέγεθος και η διάρκεια της ύφεσης και της στασιμότητας που θα ακολουθήσει τα επόμενα τρίμηνα θα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στους διαρθρωτικούς περιορισμούς του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης. Η εξέλιξη του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό ανάκαμψης του κλάδου του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών και από την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής ώστε να δημιουργήσουν ροές εισοδήματος που θα περιορίσουν ή, ιδεατά, θα αντισταθμίσουν την αρνητική επίδραση από την υπολειτουργία του συγκεκριμένου κλάδου στο σύνολο της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό και πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι συγκριτικά με τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, το 2019 η Ελλάδα είναι δεύτερη σε όρους προστιθέμενης αξίας που παράγει ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών (βλ. Διάγραμμα 2). Αντιθέτως, είναι από τις τελευταίες όσον αφορά την παραγωγή προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση.
Διάγραμμα 2: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία επιλεγμένων κλάδων ως ποσοστό (%) του συνόλου στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (2019)
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ.