Συρρίκνωση της παραγωγής σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα υπέδειξαν τα δεδομένα της έρευνας PMI της S&P Global του Ιουνίου.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος δείκτης υπευθύνων προμηθειών (Purchasing Managers’ Index – PMI) έκλεισε στις 51,1 μονάδες τον Ιούνιο, τιμή χαμηλότερη από τις 53,8 μονάδες του Μαΐου.
Σύμφωνα με την έρευνα, η τελευταία τιμή του κύριου δείκτη υπέδειξε οριακή μόνο βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, στα μέσα του 2022 και τη βραδύτερη που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο συνεχούς ανάπτυξης που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2021.
Η παραγωγή σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα μειώθηκε οριακά τον Ιούνιο. Παρότι η διαφορά ήταν ελάχιστη, ο ρυθμός συρρίκνωσης ήταν ο ταχύτερος από τον Φεβρουάριο του 2021, καθώς οι εταιρείες ανέφεραν, στο πλαίσιο της έρευνας, ότι ο μικρότερος όγκος νέων παραγγελιών και η ασθενέστερη ζήτηση των πελατών οδήγησαν στη μείωση της παραγωγής. Οι κατασκευαστές υπέδειξαν νέα μείωση των νέων παραγγελιών στα μέσα του 2022. Οι αυξήσεις των τιμών και η πίεση στην αγοραστική δύναμη των πελατών έδρασαν ανασταλτικά στις δαπάνες των πελατών. Ο ρυθμός μείωσης ήταν σε γενικές γραμμές ισχυρός και ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί σε διάστημα 16 μηνών. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση από τους πελάτες του εξωτερικού μειώθηκε. Οι νέες παραγγελίες εξαγωγών συρρικνώθηκαν για δεύτερη φορά τους τελευταίους τέσσερις μήνες, και με τον πιο έντονο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2021. Οι υψηλότερες τιμές πώλησης και η αβεβαιότητα σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία επηρέασαν αρνητικά τις συνθήκες ζήτησης.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές, οι πληθωριστικές πιέσεις αμβλύνθηκαν τον Ιούνιο. Το κόστος εισροών εξακολούθησε να αυξάνεται με αξιοσημείωτο ρυθμό, ωστόσο ήταν ο βραδύτερος που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2021. Οι εταιρείες υπέδειξαν ότι οι υψηλότερες τιμές εισροών ήταν αποτέλεσμα των περαιτέρω αυξήσεων του κόστους των προμηθευτών, των υλικών, των καυσίμων και της ενέργειας. Αντίστοιχα, ο ρυθμός αύξησης των τιμών πώλησης εξασθένησε στο τέλος του δεύτερου τριμήνου. Οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών τόνισαν τις συνεχιζόμενες προσπάθειες να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες. Ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν αισθητά υψηλότερος από τον μέσο όρο που έχει καταγραφεί στην έρευνα, ωστόσο ο βραδύτερος από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Κατ’ αναλογία με τις χαμηλότερες νέες παραγγελίες και τη μειωμένη άσκηση πίεσης στην παραγωγική ικανότητα, ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας υποχώρησε στον βραδύτερο που έχει καταγραφεί από τον Μάρτιο του 2021. Οι εταιρείες επεσήμαναν, στο πλαίσιο της έρευνας, τις προσπάθειες περικοπής του κόστος λόγω της μειωμένης παραγωγής. Παράλληλα, ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών μειώθηκε για δεύτερο συνεχή μήνα και με ταχύτερο ρυθμό.
Οι προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή για το επόμενο έτος παρέμειναν, σε γενικές γραμμές, αισιόδοξες τον Ιούνιο, ωστόσο ο βαθμός εμπιστοσύνης υποχώρησε κάτω από τον μέσο όρο που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας και ήταν ο χαμηλότερος σε διάστημα περίπου δύο ετών. Το κλίμα επιβάρυναν οι ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στις δαπάνες των πελατών.
Η ασθενής ζήτηση από την πλευρά των πελατών οδήγησε σε περαιτέρω μείωση των αγορών εισροών από τους Έλληνες κατασκευαστές. Ορισμένες εταιρείες ανέφεραν τις προσπάθειες εξάντλησης των αποθεμάτων αγορών, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των υφιστάμενων αποθεμάτων εισροών. Η μείωση των αποθεμάτων προμηθειών ήταν σε γενικές γραμμές απότομη, καθώς τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν επίσης απότομα, λόγω των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από αυτά.