“Αν κρίνει κανείς από την έκθεση των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών στην Ιταλική Οικονομία, έχουν ισχυρό κίνητρο να αναζητήσουν συμβιβασμό” αναφέρει ο αρθρογράφος του Bloomberg, Μαρκ Γουάιτχαουζ.
Οι ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας, από την οποία ζητούν να εγκαταλείψει τα σχέδια για μεγάλη αύξηση δαπανών στον προϋπολογισμό.
Πόσο όμως μπορούν να τραβήξουν τα πράγματα;
Μπορούν να ρισκάρουν να ωθήσουν την Ιταλία εκτός νομισματικής ένωσης;
Ο Γουάιτχαουζ θυμίζει πως όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση του 2010, οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες είχαν αθροιστικά ελληνικές επενδύσεις αξίας 115 δισ. δολαρίων.
Η έκθεση αυτή πρόσφερε στις κυβερνήσεις τους αρκετό λόγο να παράσχουν στην Ελλάδα σανίδα σωτηρίας.
- «Ωστόσο πέντε χρόνια αργότερα, όταν η αριστερή κυβέρνηση προσπάθησε να επαναστατήσει κατά της λιτότητας, η έκθεση είχε υποχωρήσει σε λιγότερο απο 8 δισ. δολάρια και ήταν πολύ πιο πρόθυμες να αφήσουν τη χώρα να καταρρεύσει» σημειώνει.
Τι ισχύει λοιπόν στην περίπτωση της Ιταλίας;
Το διακύβευμα είναι εξαιρετικά υψηλό.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, τον Ιούνιο οι γαλλικοί οργανισμοί είχαν έκθεση 316 δισ. δολαρίων σε ιταλικές επενδύσεις. Η έκθεση των γερμανικών τραπεζών στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ είναι 91 δισ. δολάρια, αρκετά μικρότερη, αλλά πάντως αξιοσημείωτη.
- Τα σχέδια της Ιταλίας να αυξήσει το έλλειμμα της στο 2,4% του ΑΕΠ συνιστούν απειλή για τις τράπεζες, επειδή υπονομεύουν την αξία των κρατικών ομολόγων και αποδυναμώνουν τους ιταλικούς πιστωτικούς οργανισμούς, αναφέρει.
Το καλύτερο αποτέλεσμα λοιπόν θα ήταν μία ανακωχή, σχολιάζει, εξηγώντας πως οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να επιτρέψουν πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική τώρα με αντάλλαγμα μία ισχυρή δέσμευση για περισσότερη πειθαρχία μακροπρόθεσμα.