Σε φάση επιβράδυνσης βρίσκεται η οικονομία των ΗΠΑ βάσει της εξέλιξης που σημειώθηκε το δ’ τρίμηνο του 2018 στην πλειοψηφία των οικονομικών στοιχείων. Οι συγκριτικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των β’ και γ’ τριμήνων του 2018 εκτιμούμε ότι είναι δύσκολο να επαναληφθούν στα επόμενα τρίμηνα, καθώς αναμένουμε σταδιακή επιστροφή προς την τάση της τελευταίας εικοσαετίας (2,4%).
• Για το 2018, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης εκτιμούμε ότι διαμορφώθηκε στο 2,9% (από 2,2% το 2017), λόγω της επιτάχυνσης στο ρυθμό ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης. Για το 2019, η τρέχουσα εκτίμησή μας διαμορφώνεται στο 2,4%. Η μερική αναστολή της λειτουργίας των ομοσπονδιακών φορέων ωθεί σε πτωτική αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης του 2019. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι ο βαθμός μετάβασης της Fed σε πιο περιοριστική πολιτική και η πιθανή επιβολή ή ακύρωση – αναστολή των εμπορικών δασμών στην Κίνα και στους άλλους μεγάλους εμπορικούς εταίρους.
• Η αναμενόμενη επιβράδυνση του πληθωρισμού και η απότομη μείωση που καταγράφεται σε κάποιους πρόδρομους οικονομικούς δείκτες εκτιμούμε ότι είναι πιθανό να ωθήσουν τη Fed να προχωρήσει σε μόλις μία αύξηση (αντί για δύο) του παρεμβατικού της επιτοκίου το 2019 και σε μικρότερο μέγεθος μηνιαίας μείωσης των επανεπενδύσεων των ομολόγων που λήγουν και διαθέτει η Fed στο ενεργητικό της. Η υψηλή δανειακή μόχλευση των επιχειρήσεων αποτελεί επιπλέον παράγοντα για την υιοθέτηση συγκρατημένης – ήπιας μετάβασης της Fed προς την πιο περιοριστική πολιτική. Οι προσδοκίες των αγορών διαμορφώνονται αισθητά χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις της Fed καθώς προεξοφλούν ότι εντός του 2019 δεν θα πραγματοποιηθεί καμία αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου και μία μείωσή του εντός του 2020.
• Η οικονομία της Ευρωζώνης χαρακτηρίζεται από έντονη επιβράδυνση καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης (σε τριμηνιαία βάση) διαμορφώθηκε σε μόλις 0,2% το γ’ τρίμηνο του 2018. Επιπλέον, κάποιες σημαντικές συνιστώσες της οικονομικής δραστηριότητας (οι νέες παραγγελίες στο μεταποιητικό τομέα της Γερμανίας, η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία και συνολικά στην Ευρωζώνη) βρίσκονται σε φάση συρρίκνωσης. Παράλληλα, ο δείκτης οικονομικών εκπλήξεων καταδεικνύει ότι τα στοιχεία που δημοσιεύονται υστερούν σε αξιοσημείωτο βαθμό σε σύγκριση με τις προσδοκίες.
• Για το 2018, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης εκτιμούμε ότι διαμορφώθηκε στο 1,9% (από 2,4% το 2017), λόγω της επιβράδυνσης στο ρυθμό ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης και της αρνητικής συμβολής του εξωτερικού εμπορίου. Για το 2019, η τρέχουσα εκτίμησή μας διαμορφώνεται στο 1,4% (που συμπίπτει με την τάση της τελευταίας εικοσαετίας) στηριζόμενη από τη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική που αναμένεται να ακολουθηθεί ύστερα από τις πρόσφατες εξελίξεις σε Ιταλία και Γαλλία. Επιπλέον, η πιθανή επιβολή αμερικανικών εμπορικών δασμών, η αξιοσημείωτη επιβράδυνση στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Κίνας και το νέο πολιτικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί μετά τις επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη της οικονομίας της Ευρωζώνης.
• Η ΕΚΤ προχώρησε στην ολοκλήρωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στο τέλος του 2018. Η έντονη επιβράδυνση στο ρυθμό ανάπτυξης και στον πληθωρισμό εκτιμούμε ότι θα οδηγήσουν την ΕΚΤ να παραμείνει στο περιβάλλον της πολύ χαλαρής πολιτικής. Οι επανεπενδύσεις των ομολόγων που λήγουν και η ΕΚΤ διαθέτει στο ενεργητικό της εκτιμούμε ότι θα συνεχιστούν στο ακέραιο έως τουλάχιστον το τέλος του 2019. Επίσης, το βασικό παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ (Main Refinancing rate) εκτιμούμε θα παραμείνει στο 0,00% έως το τέλος του 2019. Πιθανή όμως είναι η μικρή αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων (Deposit Facility Rate) στο -0,25% το β’ εξάμηνο του 2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προσδοκίες των αγορών για τα επιτόκια διαμορφώνονται χαμηλότερα του 1,00% σε ορίζοντα πενταετίας. Το πρόβλημα που ενδεχομένως προκύψει για την ΕΚΤ είναι ότι δεν θα έχει πραγματοποιήσει αύξηση των επιτοκίων της όταν η Fed θα έχει ήδη πραγματοποιήσει αρκετές αυξήσεις. Αυτή η «επιτοκιακή αδράνεια» της ΕΚΤ ενδεχομένως να την καταστήσει λιγότερο προετοιμασμένη όταν οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες αναδείξουν την αναγκαιότητα για υιοθέτηση περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της.