Την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας εργατικού δυναμικού από την ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των απασχολουμένων στην Ελλάδα, το 2017, αυξήθηκε κατά 2,2% (έναντι αυξήσεως 1,7% το 2016) και διαμορφώθηκε σε 3.752,7 χιλιάδες άτομα, τονίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων,
Είναι χρήσιμο να εξετάσουμε πώς συνδέεται η αύξηση της απασχολήσεως με τις εξελίξεις στο κόστος εργασίας και την παραγωγικότητα και με την εξέλιξη στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ως εκ τούτου με την ευημερία των πολιτών.
1. Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σχεδόν σε όλους του κλάδους της οικονομίας, με υψηλό μερίδιο μερικής απασχόλησης
Σύμφωνα με την Alpha το 2017 όλοι σχεδόν οι κλάδοι (πλην της γεωργίας) συνέβαλαν στην αύξηση της απασχολήσεως, κατά 79,1 χιλιάδες άτομα.
Το μεγαλύτερο μέρος της αυξήσεως του αριθμού των απασχολουμένων (κατά 26,1 χιλιάδες άτομα) προήλθε, από τον μη-επιχειρηματικό τομέα που περιλαμβάνει τη δημόσια διοίκηση, την άμυνα, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση, την υγεία και τις τέχνες. Επίσης, ο κλάδος του εμπορίου είχε την αμέσως μεγαλύτερη θετική συμβολή, κατά 21,3 χιλιάδες άτομα, έναντι αρνητικής συμβολής το 2016 κατά 2,9 χιλιάδες.
Επίσης, την αύξηση της απασχολήσεως το 2017 στήριξαν δυναμικά για ένα ακόμη έτος η βιομηχανία και ο τουρισμός, κατά 16,1 και 9,5 χιλιάδες εργαζόμενους αντίστοιχα, ενώ μικρή θετική συμβολή είχαν οι κατασκευές και οι λοιπές υπηρεσίες. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, η αρνητική συμβολή του πρωτογενούς τομέα στη μεταβολή της απασχολήσεως για τέταρτο συνεχές έτος.
Τέλος, το μερίδιο των θέσεων μερικής απασχολήσεως στις νέες θέσεις εργασίας (στον ιδιωτικό τομέα) διατηρείται το 2017 σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με την περίοδο πριν τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (54,9% το 2017, έναντι 46,1%, το 2013).
2. Απασχόληση, μισθολογικό και μη-μισθολογικό κόστος εργασίας
Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην τριετία, οιονεί στασιμότητας της οικονομικής δραστηριότητας, 2014-2016 όσο και το 2017, που ήταν έτος ανακάμψεως, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον σημαντικό περιορισμό του ωριαίου μισθολογικού κόστους (σε ονομαστικούς όρους) που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας.
Ειδικά το 2017, η αύξηση του συνολικού μισθολογικού κόστους αποδίδεται εν μέρει στην αύξηση της απασχολήσεως. Η εικόνα αυτή είναι πιο έντονη στον κλάδο του τουρισμού που αντιμετωπίζει διαρκώς αυξανόμενη διεθνή ζήτηση (αν και ο δείκτης μισθολογικού κόστους παραμένει σημαντικά κάτω του 100). Επισημαίνεται ότι, ο δείκτης μισθολογικού κόστους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ανέρχεται την τελευταία τριετία και βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους, άνω του 100, ήδη από το 2016.
Ωστόσο, παρά τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους εργασίας, τα τελευταία έτη, η ανταγωνιστικότητα επιβαρύνεται σημαντικά από τη σημαντική αύξηση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, κυρίως λόγω της αυξήσεως των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως . Το 2017 ειδικότερα, οι νέες αυξήσεις στις εισφορές οδήγησαν σε αύξηση του μη μισθολογικού κόστους κατά 8,1%, έναντι αυξήσεως του συνολικού κόστους εργασίας κατά 2,7%.
Η αύξηση του μη-μισθολογικού κόστους αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την περαιτέρω αύξηση της απασχολήσεως, καθώς οι σημαντικές αυξήσεις στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών αποτρέπουν τις επιχειρήσεις από την εφαρμογή παραγωγικών διαδικασιών εντάσεως εργασίας, δυσχεραίνοντας έτσι τη δημιουργία θέσεων απασχολήσεως.
Παράλληλα, ενισχύουν τα κίνητρα για ανασφάλιστη εργασία και αύξηση των παραοικονομικών δραστηριοτήτων.
3. Ώρες εργασίας, παραγωγικότητα και οικονομική μεγέθυνση
Η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί σημαντικό παράγοντα βιώσιμης μακροχρόνιας αναπτύξεως της οικονομίας συμβάλλοντας στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, καθώς επιτρέπει την αύξηση των μισθών χωρίς να συνοδεύεται από απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Σημειώνεται ότι, στην Ελλάδα, στην περίοδο 2007-2017 η παραγωγικότητα της εργασίας, ανά ώρα εργασίας, μειώθηκε σωρευτικά κατά 10,2%.
Ειδικότερα, οι μεταβολές στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δύνανται να αναλυθούν στους εξής προσδιοριστικούς παράγοντες. Πρώτον, στις μεταβολές του βαθμού χρησιμοποιήσεως του συντελεστή της εργασίας (δηλαδή οι ώρες εργασίας κατ’ άτομο), που αποτυπώνει τις ώρες απασχολήσεως και τον βαθμό συμμετοχής του ενεργού πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, και δεύτερον τις μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας που ορίζεται ως ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας υπολείπεται σημαντικά από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζουν και άλλες χώρες που υιοθέτησαν προγράμματα προσαρμογής και αντιμετώπισαν έντονη ύφεση, όπως η Πορτογαλία. Αντίθετα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιρλανδίας υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Η μεγάλη απόκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα αποδίδεται στη μεγάλη διαφορά της παραγωγικότητας και λιγότερο στην απόκλιση του βαθμού χρησιμοποιήσεως του συντελεστή εργασίας. Ο βαθμός χρησιμοποιήσεως του συντελεστή εργασίας στην Ελλάδα, αποκλίνει ελάχιστα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Επιπλέον, η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα συνδέεται κατά κύριο λόγο με την αποεπένδυση στην περίοδο της παρατεταμένης υφέσεως, 2009-2016 (επενδύσεις προς ΑΕΠ, 2007: 24,5%, 2016: 11,6% ), που οδήγησε σε σημαντική υποχώρηση στο καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου μετά τις αποσβέσεις της χώρας. Η αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό το 2017 αναμένεται να συνεχιστεί και το τρέχον έτος, ενώ εκτιμάται ότι θα ενισχύσει, ceteris paribus, την παραγωγικότητα της εργασίας καθώς ο παραγωγικός συντελεστής εργασίας θα «συνεργάζεται» με υψηλότερης ποιότητας κεφάλαιο.
Απαιτείται, δηλαδή, η ανάκαμψη των επενδυτικών σχεδίων που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα με υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την αύξηση των ονομαστικών μισθών και να επιτευχθεί αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, υπογραμμίζει η Alpha Bank.