Η Ελλάδα κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ το 2024 -ισοβαθμώντας με την Δανία- μετά την Ισπανία και την Ιρλανδία, με κριτήριο τις επιδόσεις της οικονομίας και, συγκεκριμένα, την πορεία του ΑΕΠ, του δείκτη του χρηματιστηρίου και του πληθωρισμού (The Economist, «Which economy did best in 2024?», 10/12/2024). Αυτό επισημαίνει στο τελευταίο της «Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων» η Αlpha Bank, προσθέτοντας παράλληλα ότι η ελληνική οικονομία βαδίζει στο νέο έτος εντός ενός σταθερού εσωτερικού πολιτικo-οικονομικού περιβάλλοντος, ως αποτέλεσμα μίας ευνοϊκής σειράς παραγόντων.
Απαριθμώντας τους βασικότερους παράγοντες, η τράπεζα αναφέρει ότι πρώτον, η χώρα απολαμβάνει, μετά από πολλά χρόνια, μία αξιοσημείωτη, συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο πολιτική σταθερότητα. Δεύτερον, επέστρεψε στο καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας μετά από πολλά χρόνια, παρά το αντίξοο διεθνές χρηματοοικονομικό περιβάλλον.
Τρίτον, φαίνεται ότι μετά την πανδημική κρίση και παρά την ενεργειακή κρίση, μπορεί να επιτυγχάνει δημοσιονομική ισορροπία και πειθαρχία, με τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ να ακολουθεί φάση αποκλιμάκωσης.
Τέταρτον, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, την τελευταία τριετία, είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης προοιωνίζουν μία ισχυρή δυναμική του για τα επόμενα έτη, διασφαλίζοντας υψηλή συμμετοχή της επενδυτικής δαπάνης στο μίγμα ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,3%, το 2025, έναντι 1,3%, στην Ευρωζώνη, με βάση τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 8,4%, το επόμενο έτος.
Από την άλλη πλευρά, εξωγενείς παράγοντες όπως οι γεωπολιτικές εντάσεις, η πολιτική αστάθεια σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, οι επιπτώσεις της εμπορικής πολιτικής Τραμπ, αλλά και τυχόν διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων, ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Στο δελτίο η τράπεζα παρέχει, εν συντομία, τις προτεραιότητες πολιτικής βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα που στόχο έχουν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, τους κινδύνους που μπορεί να απειλήσουν την επίτευξη εύρωστων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης το 2025 αλλά και στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και τέλος, τις ευκαιρίες που αναδύονται στην παρούσα συγκυρία για την ελληνική οικονομία.
Προτεραιότητες πολιτικής
Η διατήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί προτεραιότητα μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το επόμενο έτος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,5% το 2024 και 2,4% το 2025, ενώ βάσει των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού-Διαρθρωτικού Σχεδίου θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα μέχρι και το 2028. Παράλληλα, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να αποκλιμακωθεί σταδιακά, από 154% το 2024 και 147,5% το 2025, σε 133% το 2028.
Ο Προϋπολογισμός του 2025 περιλαμβάνει επίσης δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος που αφορούν, μεταξύ άλλων, στη μείωση του βάρους των ασφαλιστικών εισφορών, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες, την αύξηση των συντάξεων, την αύξηση του βασικού μισθού των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού, από τον Απρίλιο του 2025. Επιπλέον, θεσπίζονται φορολογικά -πρωτίστως- κίνητρα για την ενίσχυση των επενδύσεων και της καινοτομίας, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης, ενώ σημαντική προτεραιότητα για το νέο έτος παραμένει η συνέχιση της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», με σημαντικούς πυλώνες την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.
Επιπρόσθετα, προωθούνται μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού και του στεγαστικού ζητήματος. Συγκεκριμένα, για το δημογραφικό, προβλέπεται αύξηση των επιδομάτων που σχετίζονται με την οικογένεια (π.χ. το οικογενειακό επίδομα, το επίδομα γέννησης αναλόγως του αριθμού των παιδιών, το επίδομα μητρότητας για τους ελεύθερους επαγγελματίες), αύξηση του αφορολόγητου για φορολογούμενους με εξαρτώμενα τέκνα, αλλά και διάφορα άλλα μέτρα όπως επιπλέον θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και παροχή “voucher” σε παιδικούς σταθμούς. Για το στεγαστικό ζήτημα οι παρεμβάσεις του 2025 έχουν στόχο την αξιοποίηση των κενών κατοικιών και περιλαμβάνουν προγράμματα όπως το «ΣΠΙΤΙ μου ΙΙ» με συνολικό προϋπολογισμό 2 δισ. ευρώ, νέο πρόγραμμα για την ενεργειακή βελτίωση παλαιών κατοικιών («Αναβαθμίζω το Σπίτι μου»), απαλλαγή για τρία έτη από τον φόρο εισοδήματος των εισοδημάτων από ενοίκια, ακινήτων τα οποία θα εκμισθωθούν με μακροχρόνια μίσθωση, απαγόρευση νέας βραχυχρόνιας μίσθωσης κατά τη διάρκεια του 2025 για τρία κεντρικά διαμερίσματα της Αθήνας κ.λπ.
Παράλληλα συνεχίζεται η προσπάθεια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών που θα βελτιώσουν τον τρόπο συλλογής δεδομένων και την διαχείριση μεγάλου όγκου πληροφοριών για τις φορολογικές αρχές, την επέκταση της υποχρεωτικής αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών, κ.λπ. Τέλος, είναι σημαντική η συνέχιση της υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η απονομή της δικαιοσύνης και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Στην παρούσα συγκυρία οι κύριες πηγές αβεβαιότητας παραμένουν εξωγενείς. Συγκεκριμένα: (i) η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και η πιθανή εμφάνιση νέων εστιών, (ii) η ενδεχόμενη αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού αλλά και (iv) η πολιτική αστάθεια σε δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης αποτελούν τους βασικούς κινδύνους που περιβάλουν τις προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Αναφορικά με το τελευταίο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο βαθμός συσχέτισης του ελληνικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και αυτού τις Ευρωζώνης είναι ιστορικά πολύ υψηλός. Άλλωστε, οι ευρωπαϊκές χώρες είναι οι βασικοί μας εταίροι στο εμπόριο αγαθών και οι βασικές χώρες προέλευσης της εισερχόμενης τουριστικής κίνησης.
Επιπρόσθετα, η διατήρηση του πληθωρισμού άνω του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η επακόλουθη καθυστέρηση της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ μπορεί να αποδυναμώσουν τη δυναμική οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, μία σημαντική απειλή, σε παγκόσμια επίπεδο αλλά και για τη χώρα μας, είναι η κλιματική αλλαγή, εξαιτίας της οποίας τα φαινόμενα φυσικών καταστροφών εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Ο Προϋπολογισμός 2025 υιοθετεί παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από τις φυσικές καταστροφές, όπως τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, την αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση που επιβάλλεται στα καταλύματα αλλά και την υποχρέωση ασφάλισης για φυσικές καταστροφές για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 500 χιλ. ευρώ.
Ευκαιρίες
Παρά την υψηλή αβεβαιότητα, διάφοροι παράγοντες όπως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στον κυβερνητικό σχεδιασμό και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και η αναμενόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, ενδέχεται να έχουν πολλαπλασιαστικά, θετικά οφέλη για την ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός φιλικότερου προς το επιχειρείν περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η διατήρηση της δυναμικής του εισερχόμενου τουρισμού, με την παράλληλη αναβάθμιση των υποδομών που πραγματοποιείται τόσο με ιδιωτικούς πόρους, όσο και με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι πιθανό να οδηγήσουν σε υψηλότερα των αναμενόμενων έσοδα, αυξάνοντας περαιτέρω τη συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ.