Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα βελτιώθηκαν σημαντικά την τελευταία διετία, παρά τη διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία, με το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας να έχει διαμορφωθεί σε 12,5%, τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, έναντι 17,1%, τον Δεκέμβριο του 2019.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην υιοθέτηση από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης πολιτικών στήριξης και κινήτρων, τόσο στην πλευρά της προσφοράς, όσο και της ζήτησης εργασίας, όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας (tax wedge), σύμφωνα με το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Το υψηλό ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων αλλά και η υψηλή φορολογία εισοδήματος αυξάνουν σημαντικά το κόστος εργασίας και αποτελούν αντικίνητρο ενίσχυσης της απασχόλησης, ενώ παράλληλα οδηγούν σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας.
Ως εκ τούτου, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας κρίνεται σημαντική, καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε ενδυνάμωση των κινήτρων των επιχειρήσεων για αύξηση των θέσεων εργασίας, αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και, ως εκ τούτου, μείωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού. Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων.
Αν και η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας για τον μέσο εργαζόμενο χωρίς παιδιά, ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας που καταγράφηκε μεταξύ 2019 και 2021 ήταν η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μετά την Τσεχία. Παράλληλα, το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση σε σύγκριση με την ίδια ομάδα χωρών.
Η σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών είναι θετική, γεγονός που καταδεικνύει ότι, ενδεχομένως, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας να λειτουργεί ως εργαλείο ενίσχυσης της απασχόλησης.
Η σημαντική πτώση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας για τον μέσο εργαζόμενο χωρίς παιδιά, την τελευταία διετία στην Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά η απόσταση από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, ο οποίος διαμορφώθηκε το 2021 σε 34,6%. Το μη μισθολογικό κόστος ως ποσοστό του συνολικού κόστους της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά, τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, στο πλαίσιο της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής με έμφαση στην πλευρά των εσόδων, φθάνοντας το 2012 στο 42,8%. Στη συνέχεια, μειώθηκε σταδιακά σε 38,8% το 2015, ενώ αυξήθηκε εκ νέου τα επόμενα έτη, ξεπερνώντας και πάλι τις 40 ποσοστιαίες μονάδες.
Την τελευταία διετία, ωστόσο, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας μειώθηκε κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε το 2021 σε 36,7%. Η πτώση προήλθε από:
(i) τη μείωση του φόρου εισοδήματος κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.), ως ποσοστό του συνολικού κόστους της εργασίας,
(ii) την πτώση των κρατήσεων του εργαζόμενου για ασφαλιστικά ταμεία κατά 1,2 π.μ. και
(iii) τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 1,6 π.μ.
Η σωρευτική πτώση που έχει καταγραφεί σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση χρέους στην Ελλάδα, δηλαδή από το 2009, υπολογίζεται σε 4,5 ποσοστιαίες μονάδες, -οι οποίες προήλθαν από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, κατά 1 π.μ. του εργαζόμενου και κατά 3,5 π.μ. του εργοδότη-, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στη χώρα μας να είναι πλέον χαμηλότερη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Η πορεία του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα προσδιοριστεί εν τέλει από, πρώτον, το βαθμό στον οποίο οι μισθοί θα ακολουθήσουν την εξέλιξη του επιπέδου τιμών στο προσεχές διάστημα στο πλαίσιο της προσπάθειας προστασίας της αγοραστικής δύναμης στο πληθωριστικό περιβάλλον, δεύτερον, την αυξημένη ζήτηση για εργασία που καταγράφεται κατά τους τελευταίους μήνες σε συγκεκριμένες ειδικότητες και δεξιότητες που θα πιέσει ανοδικά τις αμοιβές, τρίτον, την πορεία της παραγωγικότητας, και τέταρτον, τα δημοσιονομικά περιθώρια για συνέχιση της πολιτικής μείωσης του μη μισθολογικού κόστους.
Η συμπίεση του κόστους εργασίας ως συνδυαστικό αποτέλεσμα των ανωτέρω αντίρροπων δυνάμεων είναι σημαντικός επιταχυντής στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, ένας σημαντικός παράγοντας που εκτιμάται ότι θα στηρίξει την απασχόληση, κατά το τρέχον και τα επόμενα έτη, είναι η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και των επιπρόσθετων επενδύσεων που αναμένεται να κινητοποιήσει η απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.