Η παρατηρούμενη συγκράτηση των συνολικών καταναλωτικών δαπανών, σε συνδυασμό με το περιβάλλον αβεβαιότητας και τη δημοσιονομική πολιτική στήριξης του διαθεσίμου εισοδήματος οδήγησαν σε άνοδο των καταθέσεων τόσο των νοικοκυριών, όσο και των επιχειρήσεων, αναφέρει στο εβδομαδιαίο της report η Alpha Bank.
Η αύξηση της καταθετικής βάσης (χρηματοοικονομικός πλούτος), σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ακινήτων (μη χρηματοοικονομικός πλούτος) σε ένα διεθνές περιβάλλον υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων αποτέλεσαν ένα φαινόμενο πανευρωπαϊκό.
Εάν ληφθεί υπόψη ότι οι αγορές ομολόγων και μετοχών έχουν ανακάμψει, σε μεγάλο βαθμό, μετά την ανακοίνωση των εμβολιαστικών προγραμμάτων διεθνώς, μπορούμε εύκολα να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι, παρά τη μεγάλη απώλεια σε όρους ΑΕΠ το 2020 λόγω της πανδημίας, οι απώλειες σε όρους χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου είναι συγκριτικά -και μέχρι τώρα- πολύ πιο περιορισμένες.
Λιανικό Εμπόριο, Πωλήσεις εκτός καταστημάτων και Κινητικότητα της Κοινότητας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε ετήσια πτώση της τάξης του 2,8%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης εκτός καυσίμων μειώθηκε οριακά, κατά μόλις 0,4%, σε σύγκριση με το πρώτο δεκάμηνο του 2019. Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις των καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, σε όρους όγκου, μειώθηκαν κατά 10,9%, σε ετήσια βάση, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις που ήταν σε ισχύ στο δεύτερο τρίμηνο του έτους αλλά και του μέτρου της εργασίας από απόσταση που εφαρμόστηκε σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων από τον Μάρτιο και έπειτα και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των καθημερινών μετακινήσεων των εργαζομένων. Εκτιμάται ότι η πτώση αυτή μετριάστηκε -σε ένα βαθμό- από την εκτεταμένη χρήση Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων, καθώς, παράλληλα, οι καταναλωτές απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες συγκοινωνίες, εξαιτίας της πανδημίας.
Ειδικά για τα super markets, η αύξηση που παρατηρήθηκε, τον Οκτώβριο, πιθανότατα οφείλεται στην πρόσκαιρη αλλαγή της αγοραστικής συμπεριφοράς των πολιτών, δηλαδή στην αυξημένη κατανάλωση, με σκοπό τη δημιουργία αποθεμάτων, εν όψει της επιβολής του δεύτερου lockdown, στις αρχές Νοεμβρίου (“panic buying effect”).
Εκτιμάται ότι η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, σε ετήσια βάση, το τελευταίο τρίμηνο του 2020, θα είναι ηπιότερη σε σύγκριση με τη μείωση που σημειώθηκε, στο δεύτερο τρίμηνο του έτους
Αβεβαιότητα και Αποταμίευση Νοικοκυριών και Επιχειρήσεων
Η μειωμένη δαπάνη των νοικοκυριών αλλά και η αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία, σχετικά με τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και την εξέλιξη των μελλοντικών εισοδημάτων, οδήγησαν, μεταξύ άλλων, σε αξιοσημείωτη άνοδο της καταθετικής βάσης. Η εν λόγω άνοδος των καταθέσεων, δηλαδή, προήλθε από την αύξηση αφενός, της “αναγκαστικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν -σε ένα βαθμό- εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας), αφετέρου, της “προληπτικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές αποταμιεύουν, λόγω της αβεβαιότητας για την απασχόληση και τα μελλοντικά εισοδήματα).
Παράλληλα και οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε συγκράτηση των δαπανών τους, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, για την πορεία των εργασιών και τη ρευστότητά τους. Πρόσθετοι παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των καταθέσεων ήταν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της πανδημίας, όπως η παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία διοχετεύτηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά και η αναστολή πληρωμών προς το δημόσιο (φορολογικών υποχρεώσεων, εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το άθροισμα των μηνιαίων καθαρών ροών καταθέσεων των νοικοκυριών ανήλθε, στο διάστημα Μαρτίου-Νοεμβρίου, σε Ευρώ 7,1 δισ., ενώ των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αντίστοιχα, σε Ευρώ 9,8 δισ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αύξηση καταθέσεων τόσο των νοικοκυριών, όσο και των επιχειρήσεων, παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη, από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, με την ίδια περίπου δυναμική.
Σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες για την εξέλιξη των ανωτέρω μεγεθών, δηλαδή των λιανικών πωλήσεων, των καταθέσεων αλλά και της αποταμίευσης, το επόμενο τρίμηνο και δωδεκάμηνο, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία του οικονομικού κλίματος που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για το μήνα Δεκέμβριο, φαίνεται ότι η αβεβαιότητα εξαιτίας της πανδημίας εξακολουθεί να υφίσταται. Συγκεκριμένα, η πρόθεση των νοικοκυριών για αποταμίευση, αν και παραμένει έντονα αρνητική (-60,4 μονάδες), σημείωσε ελαφρά βελτίωση, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (+1,5 μονάδα), ενώ πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση που έχει σημειωθεί από τον Απρίλιο. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται, πιθανότατα, ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών εξακολουθούν να αυξάνονται τόσο λόγω αποταμιεύσεων για προληπτικούς λόγους, όσο και λόγω μη χρησιμοποιούμενης ρευστότητας. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες για την απασχόληση, ωστόσο, έχουν βελτιωθεί, καθώς ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο, σε 104,9 μονάδες, έχοντας ανακτήσει σχεδόν το 50% της απώλειας που κατέγραψε τον περασμένο Μάιο (94,6 μονάδες). Η επίδοση του εν λόγω δείκτη, τον Δεκέμβριο, αποτελεί την υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, ωστόσο, επιδεινώθηκε εκ νέου, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων επτά μηνών.
Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020, αλλά και οι αλλαγές στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των καταναλωτών αναμένεται να επιφέρουν όχι μόνο επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ αλλά και δομικές αλλαγές όπως χαμηλότερα επίπεδα απασχόλησης και διαθεσίμου εισοδήματος, οι οποίες ενδέχεται να περιορίσουν τη δυνατότητα των νοικοκυριών για συσσώρευση πλούτου, για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά στους επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στην Ελλάδα, σημειώθηκε πτώση, τον Δεκέμβριο, σε σύγκριση με τον Νοέμβριο, στο λιανικό εμπόριο, στις κατασκευές και στις υπηρεσίες, ενώ, αντίθετα, βελτιώθηκαν ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και η καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Το 2020, η παγκόσμια οικονομία υπέστη τη βαθύτερη ύφεση των τελευταίων 74 ετών, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης που προκάλεσε η εξάπλωση της νόσου του κορωνοϊού. Αυτή η ύφεση ήταν άνευ προηγουμένου σε γεωγραφική έκταση, διακόπτοντας προσωρινά όχι μόνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά κυρίως, την ταξιδιωτική κίνηση, με αποτέλεσμα να επιφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών. Παρότι η πανδημία Covid-19 θα παραμείνει μία απειλή σε όλη τη διάρκεια του 2021, η επανέναρξη των οικονομιών, σε συνδυασμό με τη λήψη γενναιόδωρων μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης αλλά και τη διαθεσιμότητα των εμβολίων, προσδοκάται να απελευθερώσουν, σταδιακά, ένα νέο κύμα δαπανών για ταξίδια και υπηρεσίες, ικανό να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα διεθνώς. Ωστόσο, στην παρούσα χρονική συγκυρία, η προσδοκία της οικονομικής ανάκαμψης συνοδεύεται από πολλαπλές αβεβαιότητες, καθιστώντας απολύτως αναγκαία την επεκτατική νομισματική πολιτική.
Οι προβληματισμοί των υπευθύνων χάραξης πολιτικών και των συμμετεχόντων στις αγορές εστιάζονται στο κατά πόσο θα εξακολουθήσουμε να ισορροπούμε μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και ασφάλειας της υγείας. Ωστόσο, τα εμβόλια και οι στρατηγικές “χαλαρών” περιοριστικών μέτρων κινητικότητας, καθώς και οι προσαρμογές στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των επιχειρήσεων καλλιεργούν την προσδοκία ότι η οικονομική μεγέθυνση μπορεί τελικά να διαφανεί ταχύτερα, περιορίζοντας τη συνολική απώλεια εισοδήματος. Η οικονομική ανάκαμψη, η οποία τροφοδοτείται, κυρίως, μέσω της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, εκτιμάται ότι θα είναι μέτρια και άνιση, ενώ η σταδιακή εγκατάλειψη των μέτρων τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα αποκαλύψει τα “τραύματα” του οικονομικού shock που έχει επιφέρει η υγειονομική κρίση.