του Σπύρου Κυρίτση, προέδρου του ΣΜΕΧΑ, Περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Ιανουάριος-Φεβουάριος 2020
Μετά από μια εντυπωσιακή, χρηματιστηριακά, χρονιά το 2019, κατά την οποία το Χρηματιστήριο Αθηνών κατετάγη στην πρώτη θέση παγκοσμίως όσον αφορά την απόδοσή του, η νέα χρονιά έχει δημιουργήσει ένα πολύ μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον για την πορεία και τις προοπτικές της αγορά μας.
Αναλύοντας και αξιολογώντας τα επιμέρους ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα για την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς, καταρχάς αυτό που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν είναι το διεθνές περιβάλλον. Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά τα τελευταία χρόνια επηρεάζεται καθοριστικά από το διεθνές περιβάλλον, καθόσον η συμμετοχή των ξένων επενδυτών στις καθημερινές συναλλαγές ανέρχεται σε άνω του 50%, ενώ αντίστοιχη συμμετοχή παρατηρείται και στην κεφαλαιοποίηση του ΧΑ.
Οπότε, ο επενδυτής που ενδιαφέρεται να «τοποθετηθεί» στο ελληνικό χρηματιστήριο θα πρέπει να συνυπολογίσει τους τυχόν κινδύνους –τόσο οικονομικούς όσο και γεωπολιτικούς– στην παγκόσμια αγορά και να σταθμίσει την επίπτωση αυτών στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Όσον αφορά τα αμιγώς εγχώρια στοιχεία που διαμορφώνουν την τάση της αγοράς, οι εκτιμήσεις της εξέλιξής τους για το 2020 εμφανίζονται θετικές. Η χώρα, καταρχάς, έχει πολιτική σταθερότητα, με μακρόχρονο ορίζοντα. Σύμφωνα με τις αξιολογήσεις των διεθνών επενδυτικών οίκων σχετικά με την Ελλάδα, θα συνεχίσει η σταδιακή βελτίωση των μακροοικονομικών στοιχείων κατά την επόμενη περίοδο, καθώς η χώρα συνεχίζει στην οδό της ανάπτυξης.
Ένα άλλο στοιχείο που θα επηρεάσει θετικά την αγορά μας είναι η συνεχής βελτίωση της χώρας όσον αφορά την κατηγορία «επενδυτικού βαθμού» στην οποία εντάσσεται. Η συνέχιση της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας θα προσδίνει μεγαλύτερη ελκυστικότητα και ενδιαφέρον στην εγχώρια αγορά.
Οι τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά το κόστος αλλά και την ευκολία δανεισμού της χώρας ενισχύουν περαιτέρω τη θετική τάση για την πορεία της αγοράς. Η πρόσφατη –απολύτως επιτυχημένη– υπερκάλυψη έκδοσης ομολόγων 15ετούς διάρκειας του ελληνικού Δημοσίου ανέδειξε το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ακόμα και μετά το 2032.
Η πρόσφατη αυτή έκδοση ήταν το επιστέγασμα της σταθερής παρουσίας του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές την τελευταία διετία, κατά την οποία οι σωρευτικές εκδόσεις κρατικών ομολόγων ανήλθαν σε περίπου 12 δισ. ευρώ, με ολοένα και καλύτερους όρους. Τόσο το σημαντικά υψηλό ύψος των κατατεθειμένων προσφορών –άνω των 18 δισ. ευρώ– όσο και η «ποιότητα» των επενδυτών και το τελικώς διαμορφούμενο χαμηλό ονομαστικό επιτόκιο υποδηλώνουν ότι οι αγορές, πλέον, έχουν ενστερνιστεί ότι το ελληνικό Δημόσιο θα παραμείνει σε καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας και η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου.
Αντίστοιχη επιβεβαίωση για τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελεί και η πρόσφατη έκδοση εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων, το επιτόκιο των οποίων διαμορφώθηκε σε αρνητικά επίπεδα.
Καθόσον η αγορά μας συνεχίζει να είναι τραπεζικοβαρής, ένας βασικός παράγοντας για την πορεία της είναι η εξέλιξη των μεγεθών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Η περαιτέρω μείωση των NPEs, μετά την ψήφιση του «Ηρακλή», θα συνδράμει στην αύξηση της κερδοφορίας τους, καθόσον θα μειωθεί το κόστος κινδύνου.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, που θα «επηρεάσει» την πορεία των τιμών των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, είναι η διεξαγωγή των νέων stress tests που θα διενεργηθεί από την ΕΚΤ στις «μεγάλες» ευρωπαϊκές τράπεζες και τα αποτελέσματά τους θα δημοσιοποιηθούν το καλοκαίρι του 2020.
Καθώς, λοιπόν, το εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον εκτιμάται από τους διεθνείς και εγχώριους αναλυτές ότι συνεχώς βελτιώνεται, το ενδιαφέρον των επενδυτών για τη χρηματιστηριακή αγορά θα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα θεμελιώδη μεγέθη και τις προοπτικές των ελληνικών εισηγμένων επιχειρήσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μεταβληθεί και το μείγμα των χαρακτηριστικών των ξένων θεσμικών επενδυτών που επενδύουν στο ΧΑ, αυξάνοντας τη συμμετοχή μακροπρόθεσμων επενδυτών με παράλληλη μείωση των hedge funds.
Εκτός των θεσμικών επενδυτών –ξένων και Ελλήνων–, εκτιμάται ότι θα υπάρξει συνεχές και αυξανόμενο ενδιαφέρον και από τους ιδιώτες ημεδαπούς για την κεφαλαιαγορά. Καθόσον, πλέον, τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων έχουν σχεδόν μηδενιστεί, ένα μέρος των καταθετών οι οποίοι θα θελήσουν να αναλάβουν για ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους το αντίστοιχο ρίσκο, η επένδυση είτε απευθείας είτε μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματιστήριο θα αποτελέσει μια επιλογή.
Οι πρόσφατες –φορολογικού τύπου– αποφάσεις της κυβέρνησης για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή κερδών των εταιρειών, καθώς και του φορολογικού συντελεστή για τα μερίσματα, θα τονώσουν περαιτέρω τα αποτελέσματα των εισηγμένων και το ενδιαφέρον των επενδυτών για εταιρείες με υψηλή μερισματική απόδοση.
Όσο μεγαλύτερο είναι το πλήθος των επενδυτών που θα ασχολούνται με την εγχώρια αγορά τόσο μεγαλύτερος θα είναι και ο αριθμός των εισηγμένων εταιρειών που θα προσελκύουν το ενδιαφέρον. Η εξέλιξη αυτή θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη ρευστότητα της αγοράς, καθόσον ο τζίρος των συναλλαγών θα επιμερίζεται σε περισσότερες μετοχές, από τις 10-15 που μέχρι σήμερα συγκεντρώνουν αθροιστικά το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Προφανώς, η χρηματιστηριακή αγορά –και γενικότερα η ελληνική κεφαλαιαγορά– έχει έναν ουσιαστικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις κεφαλαιαγορές, έτσι και η ελληνική θα πρέπει να συνδράμει στην ανάπτυξη των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού επιχειρείν.
Στην υλοποίηση αυτού του στόχου θα πρέπει να αναληφθούν συγκεκριμένες δράσεις για την περαιτέρω αναβάθμιση της αγοράς και τη διαμόρφωση υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία της.
Οι δράσεις αυτές θα πρέπει να ενσωματωθούν στην υιοθέτηση, για πρώτη φορά, ενός στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, το οποίο θα περιέχει σαφείς στόχους και ενέργειες και θα έχει προκύψει μέσα από τη συμμετοχή και διαβούλευση όλων των θεσμικών συμμετεχόντων στην κεφαλαιαγορά.
Η αρχιτεκτονική λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, όπως σχεδιάστηκε πριν από περίπου 25 χρόνια, έχει ξεπεραστεί σε επιμέρους τομείς και απαιτείται να επανακαθοριστεί το νέο μοντέλο λειτουργίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο της κεφαλαιαγοράς, το πρόσφατο Brexit, τη γεωγραφική θέση του ΧΑ στη νοτιοανατολική Ευρώπη, τις προσπάθειες «γειτονικών» κεφαλαιαγορών για να προσελκύσουν επενδυτές και κεφάλαια από την ευρύτερη περιοχή, καθώς και το αυξανόμενο –αρνητικό– ενδιαφέρον εισηγμένων εταιρειών να αποχωρήσουν από το ΧΑ, και το ελάχιστο ενδιαφέρον για νέες εισαγωγές.
Ανάμεσα στις δράσεις και τις ενέργειες που θα πρέπει να περιλαμβάνει το προαναφερόμενο στρατηγικό σχέδιο, ο ΣΜΕΧΑ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, όπως είναι η παροχή μειωμένου φορολογικού συντελεστή για τις εισηγμένες εταιρείες –κάτι που ίσχυε στο παρελθόν και είχε ενισχύσει σημαντικά το ενδιαφέρον εταιρειών να εισαχθούν στο ΧΑ–, η δημιουργία saving accounts για τους ιδιώτες ημεδαπούς επενδυτές, ο συνεχής έλεγχος από τον επόπτη ουσιαστικής εφαρμογής των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης. Επίσης, η ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς με παροχή συγκεκριμένων κινήτρων από την ΕΧΑΕ σε όσους συνεισφέρουν σε αυτήν, η περαιτέρω εξωστρέφεια του ΧΑ σε επίπεδο MOUs με λοιπά χρηματιστήρια, αλλά και προβολής του θεσμού στο εσωτερικό –ενδεικτική αυτής της εξωστρέφειας είναι η αποκατάσταση του κτηρίου του χρηματιστηρίου στην οδό Σοφοκλέους για να γίνει χώρος εκδηλώσεων και ανάδειξης του ρόλου της κεφαλαιαγοράς–, και η επαναλειτουργία του Χρηματιστήριου Εμπορευμάτων.
Το 2020 θα είναι μια πρόκληση για την εξέλιξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και τη δυνατότητα συνέχισης της θετικής εικόνας που άφησε η προηγούμενη χρονιά. Η χρονιά όμως αυτή θα πρέπει να αξιοποιηθεί και για μια θεσμική αναμόρφωση του μοντέλου λειτουργίας της, έτσι ώστε να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις και απαιτήσεις και να καταστεί εφικτός ο πρωταρχικός της στόχος, η άντληση δηλαδή κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό με κανόνες και διαφάνεια.