Όλα τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας το γράφουν καθαρά: Σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, η ψαλίδα των κοινωνικών ανισοτήτων ανοίγει διάπλατα. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι και η μεσαία τάξη εξαφανίζεται.
Η τάση αυτή γίνεται εμφανής ακόμη και στα προϊόντα που καταναλώνονται. Σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, αυξάνονται οι πωλήσεις των πολύ ακριβών προϊόντων και υπηρεσιών πολυτελείας που καλύπτουν τις απαιτήσεις των λίγων, ταυτόχρονα με τις πωλήσεις «ανωνύμων» και χαμηλής αξίας προϊόντων που καλύπτουν τις ανάγκες των πολλών.
Αυτός ο βασικός κανόνας, στην Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απλά πήρε ιδεοληπτικές διαστάσεις.
Τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία, είναι αποκαλυπτικά:
- Ως μεσαία τάξη θεωρείται το 54% των νοικοκυριών. Αυτή η κοινωνική ομάδα καταβάλει το 51% των φόρων και εισφορών, ενώ το 2007, αντιπροσωπεύοντας 48% των νοικοκυριών, κατέβαλλε μόνο το 37,5% των φόρων και εισφορών.
Τα πράγματα πήραν τραγική, εκδικητική διάσταση, μετά την περιβόητη «σκληρή διαπραγμάτευση» με τους δανειστές.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πήρε τις αποφάσεις της:
- Θα τιμωρούσε τη μεσαία τάξη για να χαϊδέψει τα αυτιά των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων που πάντα έχουν την ελπίδα ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να αναδειχθούν σε …μεσαία τάξη!
Η αλήθεια είναι ότι στις ανώριμες οικονομικά κοινωνίες, η «μεσαία τάξη» φαίνεται πάντα μεγαλύτερη από ό,τι είναι. Τα φτωχότερα στρώματα ταυτίζονται με τη μεσαία τάξη από προσδοκία, τα πλουσιότερα από υποτίμηση της ευημερίας τους.
Με απλούς αριθμούς και με δεδομένη την οικογενειακή -κυρίως- συνοχή της ελληνικής κοινωνίας μαζί με το μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, ως μεσαία τάξη ορίζονται τα νοικοκυριά (δύο γονείς και δύο ανήλικα μέχρι 14 ετών) με εισόδημα που ξεκινά από τα 14.700€ και φτάνει μέχρι λίγο κάτω από τα 40.000 ευρώ το χρόνο.
Η Πρώτη Φορά Αριστερά κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να κρατήσει τις λειτουργικές δαπάνες του Κράτους στα ίδια επίπεδα και -για να συντηρήσει το κομματικό της Κράτος στους «αρμούς της εξουσίας»– φορολόγησε όχι τον πλούτο που θα δημιουργούσε η όποια αναπτυξιακή της πολιτική, αλλά τον πλούτο που είχε ήδη δημιουργηθεί στο παρελθόν.
Είναι προφανές ότι όλοι οι Έλληνες από το 2015 και μετά είχαν έναν και μόνον ένα στόχο:
- Να κρύψουν τα εισοδήματα και την περιουσία τους από το Κράτος.
Το αποτέλεσμα είναι οδυνηρά ευδιάκριτο σήμερα:
- Η ανώτερη εισοδηματική τάξη, με εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ, αντιπροσωπεύει σήμερα το 13,5% των νοικοκυριών και καταβάλλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων, έναντι 56% που κατέβαλλε πριν από την κρίση, όταν αντιπροσώπευε το 17% των νοικοκυριών.
Επιπλέον, ένα μέρος του πληθυσμού μετανάστευσε στο εξωτερικό ή εγκατέλειψε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Το Κράτος συνέχισε όμως να λειτουργεί όπως και πριν. Προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του Κράτους, η Πρώτη Φορά Αριστερά Κυβέρνηση επέμεινε και επέτεινε στην υπερφορολόγηση των σχετικώς υψηλότερων εισοδημάτων, όσων είχαν απομείνει.
Με τα λόγια του ίδιου του Υπουργού Οικονομικών της εποχής, Ευκλείδη Τσακαλώτου:
- «Έχουν δίκιο οι άνθρωποι που διαμαρτύρονται γιατί δεν καταφέραμε να βελτιώσουμε τις ζωές τους όσο θα θέλαμε, να τους πείσουμε ότι δεν αδιαφορήσαμε για την ποιότητα της ζωής των μεσαίων στρωμάτων»
- «ήμασταν όμως αναγκασμένοι να κινηθούμε σε ένα ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο με ανόητους καταναγκασμούς που μας επιβλήθηκαν».
Φυσικά το μεγαλύτερο «επίτευγμα» αυτής της παράλογης φορολογικής πολιτικής ήταν η ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ. Ουδείς γνώριζε τι θα του ξημερώσει. Γι’ αυτό όλοι έκρυβαν και κρύβονταν.
Έτσι δικαιολογείται και η καταναλωτική έκρηξη, μαζί με την εκπληκτική «αλλαγή κλίματος» που επήλθε αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019.
Μετά από μια 10ετή οικονομική κρίση, τα “κρυμμένα” έχουν λιγοστέψει. Δεν αρκούν για να συντηρήσουν την αναγκαία ανάπτυξη.
Η σημερινή κυβέρνηση καλείται να δικαιώσει τις προσδοκίες της μεσαίας τάξης. Αλλιώς θα έχει το τέλος της προηγούμενης…