Δημήτρης Μαλλάς
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα είναι στην 26η θέση μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI). Τι σημαίνει αυτό; Ότι είναι πολύ πίσω όσον αφορά στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα της. Και σε μία εποχή που οι ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν «το Α και το Ω» στην παγκόσμια οικονομία, το γεγονός ότι έχουμε μείνει πίσω είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αλλά είναι στιγμές που έχω την αίσθηση ότι αυτό ελάχιστα μας απασχολεί ως κοινωνία.
Τα περισσότερα δημοσιεύματα για τα αποτελέσματα του DESI εστίαζαν στο ότι φαίνεται πως έχουμε το πιο ακριβό mobile Internet. Σημαντικό θέμα μεν, αν και για τους περισσότερους mobile Internet σημαίνει πρόσβαση στο Facebook και στο Instagram και «ποσταρίσματα» selfies, αλλά υπάρχουν και άλλα πιο σημαντικά ζητήματα. Όπως ότι είμαστε πολύ πίσω όσον αφορά στη συνδεσιμότητα αλλά και στις ψηφιακές δεξιότητες.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες και οι ψηφιακές υποδομές είναι από τους πιο κρίσιμους παράγοντες αν θέλουμε αυτή η χώρα να αυξήσει τις επενδύσεις και να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική. Αν παραμείνουμε σε αυτή την «απάθεια», τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγάλες εκπλήξεις. Ειδικά οι πιο μικρές επιχειρήσεις σε κλάδους όπου οι ψηφιακές τεχνολογίες αλλάζουν δραματικά τα επιχειρηματικά μοντέλα, όπως, για παράδειγμα, στον τουρισμό ή στις μεταφορές. Πόσοι επιχειρηματίες βλέπουν λίγο πιο μεσοπρόθεσμα και καταλαβαίνουν ότι πρέπει να επενδύσουν στις ψηφιακές υποδομές τους και στην ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων τους; Αυτός ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι κάτι που αναφέρονται πολλοί, αλλά λίγοι έχουν καταλάβει ότι σημαίνει αλλαγή κουλτούρας και είναι διατεθειμένοι να το κάνουν. Για να μη συζητήσουμε για το ελληνικό Δημόσιο, όπου η αντίδραση ήταν μεγάλη. Άλλο, βέβαια, που όταν υλοποιούνται ψηφιακές υποδομές, ξαφνικά το επίπεδο εξυπηρέτησης βελτιώνεται και οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι τώρα είναι πολύ καλύτερα. Νωρίτερα, πάντως, έβγαιναν και έλεγαν ότι όλα αυτά τα έργα πληροφορικής θα τους πάρουν τη δουλειά. Και αυτό ακούω και σε μεγάλους οργανισμούς σε κλάδους όπως ο χρηματοπιστωτικός όπου η επένδυση στις ψηφιακές υποδομές και εργαλεία είναι μονόδρομος.
Πριν από μερικές ημέρες, συντόνιζα ένα πάνελ του InvestGr Forum με θέμα τις ψηφιακές υποδομές και τις επενδύσεις. Και η πρώην Ευρωπαία Επίτροπος και υπουργός Άννα Διαμαντοπούλου τόνιζε την ανάγκη για ένα εθνικό σχέδιο ψηφιακής στρατηγικής, το οποίο, μάλιστα, υποστήριζε ότι πρέπει να συγκροτηθεί άμεσα και να υλοποιηθεί ακόμη πιο άμεσα. Άποψη με την οποία συμφώνησε και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής & Επικοινωνιών Ελλάδος (ΣΕΠΕ), Τάσος Τζήκας, ο οποίος έλεγε ότι έχουμε καθυστερήσει υπερβολικά.
Όμως, η κα Διαμαντοπούλου έθιξε και ένα άλλο ζήτημα, το οποίο χρήζει προσοχής: ότι μπορεί να λέμε πόσο πίσω είμαστε σε ψηφιακές υποδομές, μπορεί ουκ ολίγοι πολιτικοί να έχουν κάνει αντίστοιχες δημόσιες δηλώσεις στο παρελθόν, αλλά στην προεκλογική περίοδο ο ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας δεν είναι μέσα στα βασικά θέματα της συζήτησης. Όπως δεν ήταν και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, όπου απλά πολλοί υποψήφιοι ανέφεραν το παράδειγμα των Τρικάλων και προσπαθούσαν να το αντιγράψουν. Όμως, στα Τρίκαλα η σχετική προεργασία ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια και η σημαντικότερη διαφορά είναι η αλλαγή νοοτροπίας που υπήρξε στους πολίτες. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι καλό να αντιγράφουμε απόλυτα όσα βλέπουμε σε άλλες πόλεις ή χώρες. Θα πρέπει να προσαρμόζουμε best practices στη δική μας πραγματικότητα και τις δικές μας ανάγκες. Η Εσθονία, στην οποία όλοι αναφέρονται, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αλλά είναι μία διαφορετική χώρα από την Ελλάδα. Από την άλλη, βέβαια, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να φέρουμε το θέμα του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Διαφορετικά, σε μερικά χρόνια δεν θα λέμε απλά ότι «χάσαμε το τρένο» αλλά θα έχουμε βρεθεί τόσο πίσω από πλευράς ανταγωνιστικότητας που θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποστηρίζουμε ότι είμαστε ακόμη στο ίδιο επίπεδο με χώρες που θεωρούμε «υποδεέστερες» αυτή τη στιγμή. Μία βόλτα στην ανατολική Ευρώπη αλλά και στα ανατολικά Βαλκάνια θα κάνει πολλούς να αλλάξουν γνώμη για το ποιος είναι τελικά πίσω.