Οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις «Ελαιόλαδου & Ελιάς», «Μελιού & Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης», «Αμπέλου & Οίνου» και ο ΣΕΒ ενώνουν τις δυνάμεις τους και εγκαινιάζουν μία πρωτοβουλία συνεργασίας και προώθησης κοινών θέσεων για την στήριξη της αγροδιατροφικής αλυσίδας και ειδικότερα των προϊόντων υψηλής αξίας που παράγονται από την Ελληνική γη, όπως είναι το λάδι, το μέλι και το κρασί. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας, οι τέσσερις φορείς καταγράφουν και τεκμηριώνουν πρακτικές προτάσεις πολιτικής που μπορούν να αναβαθμίσουν την παραγωγή, να βελτιώσουν ακόμα περισσότερο τις εξαγωγές, να ενισχύσουν τις συνέργειες μεταξύ δυναμικών κλάδων της Ελληνικής οικονομίας και να δημιουργήσουν νέες δουλειές στην Ελληνική περιφέρεια.
Σήμερα τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και οι καταναλωτές αναγνωρίζουν την υψηλή αξία της μεσογειακής διατροφής και των προϊόντων της. Ταυτόχρονα, η τεχνολογία προσφέρει εργαλεία για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, τον έλεγχο της ποιότητας, την τυποποίηση των προϊόντων και την εφαρμογή βασικών αρχών της κυκλικής οικονομίας στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Κι όμως, ενώ η Ελλάδα έχει πολλές δυνατότητες, λόγω ιστορίας, πολιτισμού και κλίματος, να πρωταγωνιστήσει με τα ποιοτικά προϊόντα της στις διεθνείς αγορές, δεν έχει καταφέρει ακόμη να κεφαλαιοποιήσει το σημαντικό αγροδιατροφικό απόθεμα που διαθέτει.
Ο κατακερματισμένος κλήρος και η έλλειψη τυποποίησης αποτελούν βασικούς λόγους πίσω από την χαμηλή προστιθέμενη αξία των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Παρά την κατά 70% μεγαλύτερη επιδότηση ανά παραγωγή, ο κατακερματισμένος κλήρος παραμένει τριπλάσιος από την Ε.Ε. ενώ η προσθήκη μεταποιητικής αξίας στα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα κατά 57% μικρότερη.
Έτσι παραμένουν λίγα τα προϊόντα που μπορούν να ανταγωνιστούν διεθνώς με διαφοροποίηση και ποιότητα και όχι πάντα με χαμηλή τιμή.
Το λάδι, το μέλι και το κρασί μπορούν να είναι τρία τέτοια προϊόντα. Όμως, στην προσπάθεια να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικά, συναντούν εμπόδια μέσα στη χώρα όπως το λαθρεμπόριο, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, οι παράνομες ελληνοποιήσεις και η άσκοπη επιβολή ειδικών φόρων. Παράλληλα, ένα δαπανηρό συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα διεθνούς προβολής δρομολογείται ήδη από την Ελληνική Πολιτεία χωρίς συντονισμό και συνέργειες με τους επαγγελματίες των κλάδων. Τέλος, η ποιοτική υστέρηση υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης, οι ξεπερασμένες (μη ανταποδοτικές) επιδοτήσεις και ο παρεμβατισμός στους συνεταιρισμούς δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Ως σημαντικότερη προτεραιότητα για την ποιοτική αναβάθμιση των εγχώριων προϊόντων αναδεικνύεται η καθιέρωση ενός κοινού σήματος ποιότητας που θα αποδίδεται βάσει συγκεκριμένης διαδικασίας πιστοποίησης και θα διακρίνει τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές.