Παράγοντας καταλυτικής σημασίας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια καθίσταται η προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων. Η μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών που ισχύουν στη χώρα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό τονίζει στο εβδομαδιαίο δελτίο για τις οικονομικές εξελίξεις η Alpha Bank, επισημαίνοντας πως υπάρχει μια αρνητική σχέση μεταξύ της προσελκύσεως των ξένων άμεσων επενδύσεων και του ύψους του φορολογικού συντελεστή επί των επιχειρηματικών κερδών.
Πιο αναλυτικά, οι αναλυτές της τράπεζας επισημαίνουν ότι η μεταστροφή του παραγωγικού υποδείγματος προς την επενδυτική δαπάνη και τον εξαγωγικό προσανατολισμό προϋποθέτει την ενίσχυση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου στη Ελλάδα, ο οποίος μειώθηκε τα τελευταία δέκα έτη, από 24,5% του ΑΕΠ το 2007 σε 12,5% το 2017, φθάνοντας σε επίπεδο χαμηλότερο των αποσβέσεων.
Το ισχυρό θετικό επενδυτικό shock – με έμφαση στις παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις – που απαιτείται προκειμένου να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική και η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, προϋποθέτει τη βελτίωση της εικόνας της χώρας ως διεθνούς επενδυτικού προορισμού καθώς, πρώτον, ορισμένα από τα παραδοσιακά στοιχεία της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης παρουσιάζουν σημαντική αδυναμία, και δεύτερον, το αποτύπωμα των άμεσων ξένων επενδύσεων στην αναπτυξιακή δυναμική εκτιμάται ότι είναι ισχυρότερο.
Σχετικά με το πρώτο αναφέρονται τα ακόλουθα:
Η μείωση των επενδύσεων τα προηγούμενα έτη αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των επιμέρους κατηγοριών που συνθέτουν τις επενδύσεις. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αποτελούσαν έναν παραδοσιακό επενδυτικό πυλώνα του ιδιωτικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, συρρικνώθηκαν σημαντικά. Την περίοδο 2000-2007, το ποσοστό επενδύσεων σε κατοικίες ως προς το ΑΕΠ ήταν 8,2% κατά μέσο όρο, ενώ το 2017 διαμορφώθηκε στο 0,6%. Επιπροσθέτως, η μέση ροπή προς αποταμίευση των νοικοκυριών και συνεπώς η μεταβολή στη διαθέσιμη ρευστότητα στην Ελλάδα παραμένει σε αρνητικό έδαφος, λόγω της πτώσεως του διαθέσιμου εισοδήματος και του υψηλού φορολογικού βάρους. Τέλος, οι δυσχέρειες στην εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στο πλαίσιο της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν συμβάλλουν θετικά στην συσσώρευση φυσικού κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η υστέρηση των παραδοσιακών κατηγοριών επενδύσεως της ελληνικής οικονομίας καθιστά επιτακτική την ανάγκη προσελκύσεως Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, οι οποίες δύνανται να αυξήσουν σημαντικά το απόθεμα φυσικού κεφαλαίου, συμβάλλοντας παράλληλα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.