Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε νέο μέτωπο με την Ελλάδα, αποστέλλοντας προειδοποιητικές επιστολές για την καθυστέρηση ενσωμάτωσης δύο κρίσιμων Οδηγιών που αφορούν στον ΦΠΑ, επισημαίνει ο αντιπρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Νίκος Κογιουμτσής σε σημερινό άρθρο του στην One Voice.

Η χώρα μας, επισημαίνει, έχει προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθεί, διαφορετικά κινδυνεύει με παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρηματικές κυρώσεις.

Οι δύο Οδηγίες, που έπρεπε να έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο έως το τέλος του 2024, στοχεύουν σε δύο κατευθύνσεις: αφενός στη δυνατότητα εφαρμογής μειωμένων ή μηδενικών συντελεστών ΦΠΑ για βασικά αγαθά, αφετέρου στην απαλλαγή μικρών επιχειρήσεων από την υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης ΦΠΑ.

Μηδενικοί συντελεστές για βασικά αγαθά

Η πρώτη Οδηγία, (Ε.Ε.) 2022/542, δίνει στα κράτη-μέλη την επιλογή να μειώσουν δραστικά ή να καταργήσουν τον ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα όπως τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα, νερό και ζωοτροφές. Η Ελλάδα, ωστόσο, διατηρεί υψηλούς συντελεστές στα τρόφιμα, με την κυβέρνηση να προβάλλει την ανάγκη διατήρησης εσόδων.

Η στάση αυτή, αν και ενισχύει τα δημόσια ταμεία, πλήττει τόσο την κατανάλωση όσο και τους παραγωγούς, οι οποίοι βλέπουν τις τιμές τους να συμπιέζονται και τη ζήτηση να περιορίζεται.

Απαλλαγή για μικρές επιχειρήσεις

Η δεύτερη Οδηγία, (Ε.Ε.) 2020/285, αυξάνει σημαντικά το όριο τζίρου για απαλλαγή από τον ΦΠΑ, ανεβάζοντάς το στα 85.000 ευρώ ετησίως. Στην Ελλάδα το όριο παραμένει στα 10.000 ευρώ, αφήνοντας χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες να σηκώνουν δυσανάλογο βάρος γραφειοκρατίας και φόρων.

Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις -τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας- η καθυστέρηση εφαρμογής της Οδηγίας σημαίνει ότι παραμένουν σε ένα καθεστώς που περιορίζει την ανταγωνιστικότητά τους και εμποδίζει την ανάπτυξή τους.

«Ευρωπαϊκές τιμές, ελληνικοί μισθοί»

Πέρα από το νομικό ζήτημα, η υπόθεση αναδεικνύει και μια βαθύτερη οικονομική ανισορροπία. Οι Έλληνες πολίτες, παρά την ονομαστική βελτίωση της οικονομίας, συνεχίζουν να έχουν πραγματικά εισοδήματα που αντιστοιχούν μόλις στο 60-70% του μέσου όρου των ισχυρών οικονομιών της Ε.Ε. Παράλληλα, πληρώνουν για βασικά αγαθά τιμές αντίστοιχες με εκείνες σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Το αποτέλεσμα είναι μια σιωπηλή κρίση στην κατανάλωση. Τα νοικοκυριά περιορίζουν τις δαπάνες τους στα απολύτως απαραίτητα, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις βλέπουν τη ζήτηση να συρρικνώνεται και τα περιθώρια κέρδους να μειώνονται.

Το διακύβευμα για την οικονομία

Η συμμόρφωση με τις δύο Οδηγίες δεν είναι μόνο νομική υποχρέωση, αλλά και μια ευκαιρία να στηριχτεί η εγχώρια αγορά. Η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά θα μπορούσε να ανακουφίσει τα νοικοκυριά, ενώ η απαλλαγή των μικρών επιχειρήσεων θα έδινε ανάσα στην πραγματική οικονομία.

Αντίθετα, η διατήρηση της σημερινής πολιτικής -υψηλή φορολογία στα τρόφιμα και χαμηλό όριο απαλλαγής για τις επιχειρήσεις- συντηρεί έναν φαύλο κύκλο: χαμηλή κατανάλωση, περιορισμένη ανάπτυξη και αυξημένη κοινωνική πίεση.

Η κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για δημοσιονομικά έσοδα και στη στήριξη της οικονομίας. Το αν θα προχωρήσει άμεσα στην πλήρη ενσωμάτωση των Οδηγιών ή αν θα συνεχίσει να καθυστερεί θα κρίνει όχι μόνο την έκβαση της αντιπαράθεσης με τις Βρυξέλλες, αλλά και την αντοχή της ελληνικής αγοράς τους επόμενους μήνες.