Παρέμβαση κατά τη διάρκεια του Les Rencontres Économiques d’ Aix-en-Provence 2025 έκανε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. 

Μεταξύ άλλων ανέφερε:

Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές για την πρόσκλησή τους στη σημερινή εκδήλωση. Είναι μεγάλη μου χαρά που συμμετέχω σε αυτό το πάνελ που απαρτίζεται από διακεκριμένους ομιλητές.

Σύμφωνα με το γνωστό απόφθεγμα του Ηράκλειτου, “τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν”. Αυτή η παρατήρηση ισχύει για όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, χωρίς να εξαιρείται η κεντρική τραπεζική. 

Δεν έχει περάσει τόσο πολύς καιρός από τότε που όλοι, ακόμη και οι κεντρικοί τραπεζίτες, θεωρούσαν τη νομισματική πολιτική ως ένα εργαλείο με περιορισμένη επιρροή.

Ένας από τους πιο γνωστούς κεντρικούς τραπεζίτες που υποστήριζαν αυτή την άποψη ήταν ο Arthur Burns, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970. 

Έτσι, όταν άρχισε να αυξάνεται ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Burns διατήρησε χαλαρή τη νομισματική πολιτική.

Ο Πρόεδρος Νίξον διεκδικούσε την επανεκλογή του για δεύτερη θητεία και ο Burns δεν ήθελε να βλάψει την υποψηφιότητά του αφήνοντας την ανεργία να αυξηθεί.

Ο Burns υποστήριζε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί ο πληθωρισμός ήταν ο έλεγχος των μισθών και των τιμών – και όχι η νομισματική πολιτική.

Αυτό που επακολούθησε έμεινε γνωστό ως «ο Μεγάλος Πληθωρισμός» (Great Inflation) – ένας συνδυασμός διψήφιου ρυθμού πληθωρισμού και διψήφιου ποσοστού ανεργίας.

Δεν ενήργησαν όλες οι κεντρικές τράπεζες με αυτόν τον τρόπο. Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, για να αναφέρουμε δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, αυστηροποίησαν τη νομισματική πολιτική τους ως απάντηση στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970.

Ως αποτέλεσμα, οι οικονομίες τους ξεπέρασαν τις πετρελαϊκές κρίσεις και βρέθηκαν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, σε όρους τόσο πληθωρισμού όσο και ανεργίας, σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτή η εμπειρία προσέφερε στις κεντρικές τράπεζες ένα δίδαγμα: ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να επικεντρώνεται στον πληθωρισμό προκειμένου να αποτρέψει τον στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή τον συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού και υψηλής ανεργίας.

Σήμερα, κανένας κεντρικός τραπεζίτης δεν αμφιβάλλει ότι για να τιθασευθεί ο πληθωρισμός χρειάζεται αποφασιστικότητα, ακόμη και όταν ο πληθωρισμός προέρχεται κυρίως από την πλευρά της προσφοράς, όπως την περίοδο μετά την πανδημική κρίση. 

Συνεπώς, η εξέλιξη της σκέψης σχετικά με το τι μπορούν – και τι δεν μπορούν – να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες υπήρξε σημαντική τα τελευταία 50 χρόνια.

I. Η εξέλιξη της αποστολής των κεντρικών τραπεζών

Σε σχέση με αυτό το θέμα, μια άλλη σημαντική αλλαγή ήταν ότι τέθηκε η σταθερότητα των τιμών ως πρωταρχικός στόχος των κεντρικών τραπεζών, με βάση τα επώδυνα διδάγματα από την εποχή του Μεγάλου Πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970, όπως προανέφερα. 

Επίσης, σε πολλές κεντρικές τράπεζες έχει παραχωρηθεί πολιτική ανεξαρτησία. Οι δύο αυτές εξελίξεις είναι αλληλένδετες, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι μια πολιτικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα είναι σε καλύτερη θέση να διασφαλίσει σταθερότητα τιμών προς όφελος των πολιτών της.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κεντρικής τράπεζας που είναι ανεξάρτητη και ταυτόχρονα έχει τη νομική υποχρέωση να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών.

Ωστόσο, η εξέλιξη της εντολής των κεντρικών τραπεζών δεν σταμάτησε εκεί. Ας περάσουμε στην Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση. Αυτό το σφοδρό σοκ αποκάλυψε διαρθρωτικές αδυναμίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για να αντιμετωπίσουν την κρίση, πολλές κεντρικές τράπεζες διεύρυναν την εντολή τους προσθέτοντας ως ρητό σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Στις κεντρικές τράπεζες ανατέθηκε η αρμοδιότητα ή συναρμοδιότητα να ασκούν μακροπροληπτικά καθήκοντα– στην ουσία πρόκειται για εργαλεία αποτροπής του συστημικού κινδύνου.

Στη ζώνη του ευρώ, υπήρξε μια θεσμική εξέλιξη ιστορικής σημασίας: η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, με την ανάθεση της άμεσης εποπτείας των σημαντικών τραπεζών στην ΕΚΤ, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές. 

Αυτό αποτέλεσε ένα κρίσιμο βήμα για την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που είναι σημαντική προϋπόθεση για τη σταθερότητα των τιμών. 

Πιο πρόσφατα, η έξαρση του πληθωρισμού μετά την πανδημία και άλλες διαρθρωτικές ανακατατάξεις επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση σχετικά με τους ποσοτικούς στόχους για τον πληθωρισμό και σχετικά με το εκάστοτε πλαίσιο νομισματικής πολιτικής.

Το ερώτημα ήταν: οι καταστατικοί σκοποί των κεντρικών τραπεζών, ως έχουν σήμερα, καθώς και τα μέσα και τα λειτουργικά πλαίσια που χρησιμοποιούν για την επίτευξή τους, παραμένουν ενδεδειγμένα στο σημερινό εξαιρετικά αβέβαιο και ρευστό διεθνές περιβάλλον; 

Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε την εντολή μας ενσωματώνοντας και άλλες παραμέτρους, χωρίς να διακυβεύεται ο πρωταρχικός σκοπός, που είναι η σταθερότητα των τιμών;

ΙΙ. Η στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ: άγκυρα σταθερότητας 

Θα αναφερθώ ειδικότερα στο Ευρωσύστημα. Η εντολή μας για σταθερότητα των τιμών προβλέπεται στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ. Γιατί είναι τόσο σημαντική; Επειδή η ιστορία έχει αποδείξει πόσο σοβαρή και μακροχρόνια ζημιά μπορεί να προκαλέσουν οι αποκλίσεις από τη σταθερότητα των τιμών. 

Το πώς εκπληρώνουμε την εντολή μας καθορίζεται από τη στρατηγική μας για τη νομισματική πολιτική. Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής βρίσκεται ο σαφής και συμμετρικός στόχος μας για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα.

Ο ποσοτικός στόχος καθορίστηκε ρητά το 2021. Αντικατέστησε μια πιο σύνθετη διατύπωση, προσφέροντας μεγαλύτερη σαφήνεια. Παρείχε ένα σταθερό σημείο αναφοράς που είναι εύκολα κατανοητό από το κοινό, βελτιώνοντας τον καθορισμό των μισθών και των τιμών, και συμβάλλοντας έτσι στη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. 

Από την ίδρυσή της το 1999 και μέχρι τους κλυδωνισμούς των αρχών της δεκαετίας του 2020, η ΕΚΤ επιτύγχανε πληθωρισμό κοντά στο 2% κατά μέσο όρο. Αυτό ενίσχυσε την αξιοπιστία της, ένα πολύτιμο πλεονέκτημα. Χάρη σε αυτή την αξιοπιστία, ακόμη και κατά την πρόσφατη έντονη άνοδο του πληθωρισμού, οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες παρέμειναν σταθεροποιημένες. 

Αυτό, με τη σειρά του, μας επέτρεψε να δράσουμε αποφασιστικά για να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στο στόχο, επιτυγχάνοντας παράλληλα μια ομαλή προσγείωση της οικονομίας.

Και γιατί 2% και όχι 0%; θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει. Η απάντηση είναι: για λόγους ευελιξίας. Ένα επίπεδο πληθωρισμού πάνω από το μηδέν παρέχει στη νομισματική πολιτική τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων και ένα περιθώριο ασφαλείας έναντι του κινδύνου αποπληθωρισμού. Βοηθά επίσης να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως οι καθοδικές ονομαστικές δυσκαμψίες και η μεροληψία μέτρησης.

Πολλοί μελετητές από τον ακαδημαϊκό χώρο και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν υποστηρίξει ότι θα πρέπει να αυξηθεί ο στόχος σε επίπεδο πάνω από το 2%. Οι προτάσεις αυτές πρέπει να σταθμιστούν προσεκτικά σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας. Όταν ο στόχος προσαρμόζεται συχνά, υπάρχει κίνδυνος να υπονομευθεί η αξιοπιστία που αποκτήσαμε με τόσο σκληρή προσπάθεια. Αν οι αγορές αναμένουν ότι ο στόχος θα συνεχίσει να μεταβάλλεται, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα μπορούσαν να αποσταθεροποιηθούν, δυσχεραίνοντας σημαντικά το έργο μας.

Εξίσου σημαντική είναι και η έμφασή μας στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς μας παρέχει πολύτιμη ευελιξία. Η νομισματική πολιτική επενεργεί στην οικονομία με μεγάλες και όχι σταθερές χρονικές υστερήσεις. Η μεσοπρόθεσμη προσέγγιση μας επιτρέπει να διαχειριζόμαστε τις τυχόν πληθωριστικές ή αποπληθωριστικές πιέσεις σταδιακά και κλιμακωτά, χωρίς ακραίες αποφάσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση. Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει να βλέπουμε πέρα από τις βραχυχρόνιες, προερχόμενες από την πλευρά της προσφοράς, αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο, οι οποίες αναμένεται να εξαλειφθούν με την πάροδο του χρόνου.

Ένα σημαντικό μέρος της βιβλιογραφίας εξετάζει τις συνέπειες για τη νομισματική πολιτική από τις ετερογενείς εξελίξεις των τιμών μεταξύ τομέων της οικονομίας. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις αναδεικνύουν τη σημασία της αξιολόγησης δεδομένων με υψηλό βαθμό ανάλυσης (granular) για την καλύτερη κατανόηση του πώς μεταβάλλονται οι τιμές. Για την ανάλυση της δυναμικής του πληθωρισμού και των παραγόντων που τον διαμορφώνουν, η ΕΚΤ παρακολουθεί ένα ευρύ φάσμα δεικτών, που καλύπτουν τόσο τον γενικό πληθωρισμό όσο και ποικίλους δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού.

Ταυτόχρονα, προσπαθούμε να διασφαλίσουμε την ομαλή και αποτελεσματική μετάδοση των μέτρων πολιτικής μας σε όλα τα κράτη-μέλη και τους τομείς της οικονομίας, ώστε να ενισχύουμε την ευημερία των πολιτών. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας σε μια νομισματική ένωση όπου οι χρηματοπιστωτικές δομές και οι οικονομικές συνθήκες εξακολουθούν να παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές.

IΙΙ. Επαναπροσδιορισμός της αποστολής: αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων 

Ας περάσουμε τώρα στις ευρύτερες προκλήσεις που απαιτούν επαναξιολόγηση του ρόλου της κεντρικής τράπεζας.

Οι κεντρικές τράπεζες δεν λειτουργούν εν κενώ. Στη ζώνη του ευρώ, έχουμε να διαχειριστούμε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο περιβάλλον.

Το περιβάλλον αυτό διαμορφώνεται από κατακερματισμένες κεφαλαιαγορές, επίμονες γεωπολιτικές εντάσεις που επηρεάζουν τις αγορές ενέργειας και τις αλυσίδες ενεργειακού εφοδιασμού, τους κινδύνους της κλιματικής κρίσης και την επιτακτική ανάγκη να μειωθεί το χάσμα παραγωγικότητας σε σχέση με άλλες σημαντικές οικονομικές περιοχές.

Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω το εξής: οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι οι κυρίως αρμόδιες για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Η ευθύνη αυτή βαρύνει κατά κύριο λόγο τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των χωρών της Ευρώπης.

Ωστόσο, η νομισματική πολιτική διαδραματίζει έναν ζωτικό υποστηρικτικό ρόλο: παρέχει μια άγκυρα σταθερότητας. Διαφυλάσσοντας τον πρωταρχικό μας στόχο – τη διατήρηση χαμηλού και προβλέψιμου πληθωρισμού – εξασφαλίζουμε μια θεμελιώδη προϋπόθεση για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτό, με τη σειρά του, ενισχύει την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, τονώνοντας τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Το περασμένο έτος, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού μάς επέτρεψε να μετριάσουμε σε μεγάλο βαθμό τον περιοριστικό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής μας. Με τη χαλάρωση των χρηματοδοτικών συνθηκών, αυξάνεται η διαθεσιμότητα κεφαλαίων και διευκολύνεται η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, κάτι που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις σε μια περίοδο πολύ μεγάλης αβεβαιότητας.

Η ΕΚΤ υπήρξε επίσης πρωτοπόρος όσον αφορά τη συμβολή της σε ορισμένες από αυτές τις ευρύτερες προτεραιότητες. Εντός των ορίων της εντολής μας, ενσωματώνουμε ενεργά παραμέτρους σχετικές με την κλιματική αλλαγή στις λειτουργίες μας, στην αξιολόγηση κινδύνων, στο εποπτικό πλαίσιο και στο πλαίσιο που διέπει τις εξασφαλίσεις. Σύμφωνα με την αξιολόγηση της στρατηγικής μας, το κλίμα παραμένει προτεραιότητα πολιτικής εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων μας.

Υπάρχει όμως κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει: η νομισματική πολιτική δεν είναι σε θέση από μόνη της να επιτύχει το μετασχηματισμό της Ευρώπης. 

Γι’ αυτό και πιέζουμε για πρόοδο σε άλλους τομείς, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Βήματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής μας πολιτικής — ένα σημείο που υπογραμμίστηκε και στην αξιολόγηση της στρατηγικής μας το 2025.

Προκειμένου να κινητοποιήσουμε επενδύσεις του μεγέθους που απαιτείται για να αναζωογονηθεί η ανάπτυξη και να διασφαλίσουμε ότι τα οφέλη θα διαχέονται απρόσκοπτα σε όλες τις χώρες-μέλη, πρέπει να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και την εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

Χρειαζόμαστε επίσης μια πλήρη “Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων”. Αυτή θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη διοχέτευση των αποταμιεύσεων μέσω του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος σε παραγωγικές επενδύσεις, ιδίως σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια, η άμυνα και η καινοτομία, που αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες για την Ένωσή μας.

Μια πιο ολοκληρωμένη ένωση θα επιτρέψει στο ευρώ να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο ως διεθνές νόμισμα. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο κοινά οφέλη που συνδέονται με τη θέση του ευρώ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, αλλά και αυξημένη ευθύνη, ιδίως σε έναν κόσμο ολοένα πιο αβέβαιο και διασπασμένο. 

Η Ευρώπη πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η ΕΚΤ ήδη προετοιμάζει το ψηφιακό ευρώ, ένα έργο που μπορεί να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο του νομίσματός μας στην ψηφιακή εποχή. Η πρωτοβουλία αυτή μπορεί να αυξήσει την αποδοτικότητα, την καινοτομία και την ανθεκτικότητα, προστατεύοντας παράλληλα τη νομισματική μας κυριαρχία. 

Η σημερινή θεσμική δομή της νομισματικής ένωσης θέτει ένα σημαντικό εμπόδιο, διότι η ΕΚΤ λειτουργεί ουσιαστικά χωρίς έναν αντίστοιχο δημοσιονομικό φορέα σε επίπεδο ζώνης του ευρώ. Ένας μόνιμος κεντρικός δημοσιονομικός μηχανισμός – ένα κοινό σύστημα δημοσιονομικής διαχείρισης – θα ήταν μια πραγματική τομή, που θα έδινε τη δυνατότητα για συντονισμένες επενδύσεις και για κοινές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.

Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πολύτιμο υπόδειγμα για το μέλλον. Η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου μπορεί να αποτελέσει βασικό εργαλείο για βαθύτερη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση και ανθεκτικότητα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Αυτό, σε συνδυασμό με την εξάλειψη των εσωτερικών φραγμών που κατακερματίζουν την ευρωπαϊκή αγορά, όπως περιγράφονται στην έκθεση Letta και σε διάφορες μελέτες του ΔΝΤ, και στην πράξη ισοδυναμούν με εσωτερικούς υψηλούς δασμούς, θα αυξήσει την απόδοση των εγχώριων επενδύσεων, οδηγώντας σε υψηλότερο μερίδιο επενδύσεων στο ΑΕΠ, όπως προτείνει η έκθεση Draghi, βοηθώντας έτσι να καλυφθεί το χάσμα επενδύσεων και παραγωγικότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ.

Αξίζει να εξεταστούν πιο φιλόδοξες προτάσεις, όπως αυτή που υπέβαλαν πρόσφατα οι Olivier Blanchard και Ángel Ubide, καθώς θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία μιας αγοράς ομολόγων της ΕΕ που θα χαρακτηρίζεται από αυξημένο βάθος και ρευστότητα, αλλά και δυνητικά μεγαλύτερη βαρύτητα στην παγκόσμια οικονομία. 

ΙV. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής

Θα ήθελα να αναφερθώ συγκεκριμένα στην αλληλεπίδραση μεταξύ της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής.

Ένας σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη σταθερότητας των τιμών και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας είναι η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που υποστηρίζει τη νομισματική πολιτική.

Στη ζώνη του ευρώ, το επώδυνο δίδαγμα που αποκομίσαμε από την κρίση χρέους είναι ότι η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική πρέπει να ευθυγραμμίζονται μεταξύ τους, έτσι ώστε να αλληλοενισχύονται, οδηγώντας στην αποτελεσματικότερη επίλυση των κρίσεων και σε ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη, όπως αποδείχθηκε κατά τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης.

Το βέλτιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται όταν οι δύο πολιτικές είναι ευθυγραμμισμένες μεταξύ τους, αλλά το κρίσιμο στοιχείο είναι η σαφής οριοθέτηση του ρόλου, των αρμοδιοτήτων και της αποστολής της καθεμιάς.

Σήμερα, με τις αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις σε ορισμένες χώρες για μείωση των επιτοκίων, ο συντονισμός μεταξύ των πολιτικών χωρίς υποταγή της μιας πολιτικής στην άλλη είναι υψίστης σημασίας. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διατηρηθεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και να διασφαλιστεί ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι σε θέση να εκπληρώσουν την πρωταρχική εντολή τους που αφορά τη σταθερότητα των τιμών. 

Συμπέρασμα 

Συμπερασματικά, σε έναν ρευστό κόσμο, η αποστολή των κεντρικών τραπεζών δεν είναι παγιωμένη. Εξελίσσεται συνεχώς για να ανταποκριθεί σε σημαντικές προκλήσεις και σε μεταβολές που συντελούνται στο οικονομικό τοπίο.

Ωστόσο, στη βάση της πρέπει να παραμείνει η ακλόνητη, αξιόπιστη και σαφής δέσμευση για σταθερότητα των τιμών.

Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να συμβάλουμε στην οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ευημερία των πολιτών μας. 

Μια πιο αποτελεσματική αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ μπορεί επίσης να διαδραματίσει καίριο ρόλο.