Το ρωσικό νόμισμα υποχώρησε τη Δευτέρα πέρα από την ισοτιμία των 70 ρουβλιών ανά δολάριο, για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2016, παραμένοντας υπό πίεση λόγω των ανησυχιών και της αβεβαιότητας για τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Η ισοτιμία του διαμορφώθηκε στα 70,16 ρούβλια ανά δολάριο στο άνοιγμα της αγοράς, με την πτώση του να φθάνει στο 19% από την αρχή του έτους. Η εξασθένηση του ρωσικού νομίσματος, λόγω των νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας και των μεγάλων πωλήσεων των νομισμάτων άλλων αναδυόμενων αγορών, μεταφέρεται στις τιμές καταναλωτή, ενισχύοντας πάλι τον πληθωρισμό, τον οποίο μόλις πρόσφατα κατάφερε να περιορίσει η κεντρική τράπεζα.
Η κεντρική τράπεζα θα συνεδριάσει αυτή την Παρασκευή για τα επιτόκια και η διοικητής της Ελβίρα Ναμπιούλινα έχει δηλώσει ότι οι δύο βασικές επιλογές είναι να διατηρηθεί το βασικό επιτόκιο στο 7,25% ή να αυξηθεί. Ωστόσο, υψηλόβαθμοι Ρώσοι αξιωματούχοι συνέχισαν να ασκούν με τις δηλώσεις τους πίεση στην κεντρική τράπεζα, τα στελέχη της οποίας δεν μπορούν να κάνουν σχόλια την εβδομάδα πριν τις αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική. Ο οικονομικός σύμβουλος του Κρεμλίνου Αντρέι Μπελούσοφ δήλωσε τη Δευτέρα ότι μία αύξηση του επιτοκίου θα είναι “εξαιρετικά ανεπιθύμητη”, ενώ είχε προηγηθεί η δήλωση του πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ την περασμένη εβδομάδα ότι τα επιτόκια δανεισμού στη Ρωσία πρέπει να είναι χαμηλότερα.
Η ρωσική κεντρική τράπεζα είναι ανεξάρτητη και η Ναμπιουλίνα θεωρείται από τις αγορές και τους επενδυτές ότι έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Στις 10.22 (ώρα Ελλάδας) το ρούβλι είχε περιορίσει τις απώλειες, με την ισοτιμία του να διαμορφώνεται στα 69,92 ρούβλια ανά δολάριο, ενώ ενισχύονταν κατά 0,1% έναντι του ευρώ, με την ισοτιμία στα 80,70 ρούβλια ανά ευρώ.
Η υποχώρηση του ρουβλιού, ωστόσο, είναι πιθανόν να περιορισθεί από τις ρωσικές εξαγωγικές εταιρείες, που συνήθως αξιοποιούν τα υψηλά επίπεδα τιμών των ξένων νομισμάτων για να μετατρέπουν τα δολάρια ή ευρώ που έχουν σε ρούβλια για τις εγχώριες ανάγκες τους, όπως την πληρωμή φόρου στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα. Οι ρωσικές μετοχές σταθεροποιήθηκαν λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, με την τιμή του μπρεντ να σημειώνει άνοδο 0,94% στα 77,57 δολάρια το βαρέλι.