Από 5.000 έως 200.000 ευρώ είναι το “κόστος συμμετοχής” των εισηγμένων εταιρειών στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε ο. …τιμοκατάλογος  της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τις εισηγμένες εταιρείες, για τη δημιουργία ΑΕΠΕΥ, για τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (τις πρώην ΕΛΔΕ), για πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή για τις ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων.

Αν μια εταιρεία θέλει να μπει στο Χρηματιστήριο, για την έγκριση του περιεχομένου ενημερωτικού δελτίου και την εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, καταβάλλει, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:

Πάγιο τέλος, το οποίο καταβάλλεται με την υποβολή της αίτησης για την εξέταση του ενημερωτικού δελτίου:

  • 10.000 € για την εξέταση του ενημερωτικού δελτίου
  • 4.000 € για την εξέταση του περιεχομένου του εγγράφου αναφοράς και
  • 4.000 € για την εξέταση του περιεχομένου του σημειώματος κινητών αξιών για ενημερωτικό δελτίο που αποτελείται από χωριστά έγγραφα, σύμφωνα με ευρωπαϊκές αποφάσεις.

  • Επίσης, η προς ένταξη εισηγμένη πληρώνει 1.000€ για την εξέταση του περιεχομένου συμπληρώματος ενημερωτικού δελτίου.
  • Επίσης, πληρώνει άλλες 5.000 € για την εξέταση του βασικού ενημερωτικού δελτίου. Η προς ένταξη εισηγμένη καταβάλλει 1.000 € άπαξ εάν, όπως τονίζεται στην Απόφαση, για την ίδια εταιρική πράξη καθίστανται διαθέσιμα έγγραφα τόσο για την προσφορά όσο και για την εισαγωγή κινητών αξιών (μετοχές) προς διαπραγμάτευση.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρεώνει ακόμα 5.000 € για την εξέταση περιεχομένου του ενημερωτικού δελτίου εισαγωγής μεριδίων διαπραγματεύσιμου αμοιβαίων κεφαλαίου προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Στις 5.000 € ορίζεται η «ταρίφα» για την εξέταση του ενημερωτικού δελτίου που αφορά, μεταξύ άλλων, σε δημόσια προσφορά μετοχών.

Μία εισηγμένη πληρώνει ακόμα μεταβλητό τέλος ίσο με το γινόμενο της αξίας των κινητών αξιών που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά που λειτουργεί στην Ελλάδα ή το γινόμενο της αξίας των κινητών αξιών στην περίπτωση μη εισαγωγής των κινητών αξιών στην ρυθμιζόμενη αγορά επί των αντίστοιχων ποσοστών της ακόλουθης κλίμακας:

  • Για αξία των κινητών αξιών έως εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) ευρώ, ποσοστό τέσσερα εκατοστά τοις εκατό (0,04%),
  • για αξία των κινητών αξιών μεγαλύτερη των εκατό εκατομμυρίων ενός (100.000.001) ευρώ, ποσοστό δύο εκατοστά τοις εκατό (0,02%).

Το μεταβλητό αυτό τέλος καταβάλλεται σε κάθε περίπτωση εισαγωγής κινητών αξιών στη ρυθμιζόμενη αγορά.

Το μεταβλητό τέλος του εδαφίου καταβάλλεται πριν από την εισαγωγή των κινητών αξιών. Αυτά συμβαίνουν πριν μπει μια εταιρεία στο Χρηματιστήριο.

Μία εταιρεία που ήδη οι μετοχές της διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο, πληρώνει ετησίως 5.000 € στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

  • Η οποία, όμως, προσαυξάνεται σωρευτικά κατά το αποτέλεσμα του γινομένου του μέσου όρου της ημερήσιας κεφαλαιοποίησης της εταιρείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, εφόσον αυτός υπερβαίνει τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ, επί των αντίστοιχων ποσοστών της ακόλουθης κλίμακας:

κεφαλαιοποίηση μεταξύ 20.000.001 € και 100.000.000 € το ποσοστό ορίζεται σε 0,0055%,
κεφαλαιοποίηση μεταξύ 100.000.001€ και 200.000.000 €, το ποσοστό ορίζεται σε 0,0045%,
κεφαλαιοποίηση μεταξύ 200.000.001€ και 500.000.000 €, το ποσοστό ορίζεται σε 0,0035%,
για κεφαλαιοποίηση μεταξύ 500.000.001€ και 1 δισ €, το ποσοστό ορίζεται σε 0,0025%,
κεφαλαιοποίηση μεταξύ 1 δισ € και 3 δισ €, το ποσοστό ορίζεται σε 0,0015%,
κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερη των 3 δισ €, το ποσοστό ορίζεται σε 0,0003%.

Η εισφορά, η οποία έχει ως βάση υπολογισμού τον μέσο όρο της ημερήσιας κεφαλαιοποίησης κάθε εταιρείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, καταβάλλεται εξ ημισείας κατά τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο.

Η εταιρεία είναι υπόχρεη καταβολής της εν λόγω εισφοράς εφόσον την πρώτη εργάσιμη ημέρα του τρέχοντος ημερολογιακού έτους οι κινητές αξίες της είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ενταγμένες σε Πολυμερείς Μηχανισμούς Διαπραγμάτευσης, ακόμα και εάν τελούν υπό αναστολή διαπραγμάτευσης.

Στην περίπτωση αυτή η συνολική εισφορά δε δύναται να υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ.