Ο Γερμανικός Οίκος Αξιοολόγησης Scope που πρόσφατα εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως ένας από τους 4 πυλώνες για την βαθμολόγηση του αξιόχρεου τωων κρατών μελών, διατήρησε την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας ΒΒΒ- που είχε δώσει στην Ελλάδα από τον Αύγουστο, ενώ διατηρεί και σταθερές προοπτικές.
Η Scope εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει σχετικά ισχυρή ανάπτυξη, στο +2,2% το 2024 και στο +2,3% το 2025, έναντι της εκτιμώμενης ανόδου του ΑΕΠ κατά 2,1% πέρυσι.
Η κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, εν μέσω υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων και ενίσχυσης της αγοράς εργασίας, ενώ η πρόσφατη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης θα πρέπει να στηρίξουν την άνοδο των επενδύσεων
Σε καθεστώς investment grade βαθμολογούν τη χώρα ήδη Fitch και S&P -αλλά και οι μικρότεροι DBRS και R&I από τα τέλη του 2023, με τη Moody’s να παραμένει ένα «σκαλί» χαμηλότερα (στο Ba1) μετά από διπλή αναβάθμιση τον Σεπτέμβριο.
Το rating ΒΒΒ- υποστηρίζεται από
1. Eνισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη υπό τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η απόκτηση από την Ελλάδα της επενδυτικής αξιολόγησης έχει βελτιώσει τη σταθερότητα της στήριξης του ευρωσυστήματος στα ελληνικά ομόλογα.
2. O δείκτης χρέους και το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης βρίσκονται σε τροχιά βελτίωσης τα τελευταία χρόνια, με στήριξη από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό και την επαν-επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.
3. Oι δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν περιορίσει τους υψηλούς δείκτες κόκκινων δανείων, έχουν βελτιώσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και έχουν κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις, βελτιώνοντας τους περιορισμούς που συνδέονται με αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος και των ιστορικά χαμηλών επενδύσεων.
Ενα πιο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, με ανάκαμψη της ζήτησης από τους εμπορικούς εταίρους στην Ευρώπη, θα ενισχύσουν τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.
Ο δείκτης του χρέους αναμένεται να υποχωρήσει περίπου στο 140% ως το 2028 (από εκτίμηση για 160% στα τέλη του 2023), με στήριξη από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την παράλληλη άνοδο του επιτοκιακού βάρους.
Τα μειονεκτήματα
- Το αυξημένο κρατικό χρέος, το οποίο είναι ευάλωτο σε πιθανή επανεκτίμηση του ρίσκου από τις αγορές. Η σταδιακή αποδυνάμωση της ευνοϊκής δομής του χρέους ενδέχεται να αποτελέσει πρόκληση μεσοπρόθεσμα, καθώς η Ελλάδα εκδίδει ομόλογα στις αγορές, που αυξάνουν το μέσο κόστος χρηματοδότησης, μειώνουν τον χρονικό ορίζοντα αποπληρωμής και σταδιακά αυξάνουν το ποσοστό του χρέους που ελέγχεται από τον ιδιωτικό τομέα αντί του δημόσιου. Η μετάβαση του χρέους από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό επιταχύνεται και από την ποσοστική σύσφιξη της ΕΚΤ.
- Αδυναμίες του τραπεζικού τομέα.
- Δομικές και οικονομικές αδυναμίες όπως οι μέτριες προοπτικές ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, η υψηλή -αν και μειούμενη- ανεργία και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις, συνιστούν περιορισμούς για την πιστοληπτική αξιολόγηση.
Οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις παραμένουν ισορροπημένοι.