Οι οικονομίες της Ελλάδας και της Τουρκίας, κινούνται σε εντελώς αντίθετη τροχιά τα τελευταία χρόνια, παρά την γεωγραφική εγγύτητα των δύο χωρών. Οι οικονομικές δυσκολίες των δύο χωρών έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τον διεθνή τύπο. 

Η Ελλάδα υπέστη τις συνέπειες μιας κρίσης δημόσιου χρέους που την έφερε κοντά στην έξοδο από την ευρωζώνη αλλά σήμερα αποτελεί παράδειγμα οικονομικής ανάκαμψης, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής αναπτυξιακών πολιτικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. 

Η Τουρκία από την άλλη, παραμένει σε αρνητική τροχιά εδώ και 5 χρόνια και εφαρμόζει σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές για να αποτρέψει μια βαθύτερη κρίση.

Δυο διαφορετικές ιστορίες άσκησης οικονομικής πολιτικής

Η ελληνική οικονομία, αντιμετώπισε μια δύσκολη 15ετία, καθώς ήρθε αντιμέτωπη με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, την κρίση δημόσιου χρέους και την επακόλουθη δημοσιονομική κρίση. Το ΑΕΠ σημείωσε έξι χρόνια συνεχούς μείωσης (2008-2013), ενώ την ίδια περίοδο το χρέος αυξήθηκε από 100% σε 180% του ΑΕΠ. Παράλληλα, η κρίση επέφερε σημαντικές επιπτώσεις στον τομέα των επενδύσεων. Η Ελλάδα εισήλθε σε τρία διαφορετικά προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης (2010, 2012 και 2015) τα οποία συνοδεύτηκαν από σημαντική ελάφρυνση χρέους. Το 2018 η Ελλάδα γνώρισε μια σύντομη περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, η οποία όμως διακόπηκε από την έλευση της πανδημίας. Η ανάκαμψη αυτή απέκτησε μεγαλύτερη δυναμική τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς η εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα στήριξης της ελληνικής οικονομίας. 

Σε αντίθετη τροχιά κινείται η οικονομία της Τουρκίας λόγω της συνεχούς επιδείνωσης των μακροοικονομικών μεγεθών της. Παρά την αύξηση του ΑΕΠ, η τουρκική κοινωνία υποφέρει από την άνοδο του πληθωρισμού και την μείωση της αγοραστικής δύναμης της τουρκικής λίρας. Η κεντρική τράπεζα της χώρας, εφάρμοσε πολιτική χαμηλών επιτοκίων ώστε να στηριχτεί η οικονομία και να αντιστραφεί το αρνητικό οικονομικό κλίμα, όμως οι αρχικές εκτιμήσεις δεν επιβεβαιώθηκαν, οδηγώντας σε αποδυνάμωση την τουρκική λίρα και αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Η Τουρκία ήταν μια από τις πρώτες οικονομίες που συγκρότησαν την ομάδα της «εύθραυστης πεντάδας», καθώς εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την εισροή ξένων κεφαλαίων.  Αυτό έβλαψε σημαντικά τους δείκτες εξαγωγών με αποτέλεσμα η χώρα από το 2022 να καταγράφει ετήσιο έλλειμμα στο ισοζύγιο συναλλαγών της. Οι οικονομικές αυτές εξελίξεις, οδήγησαν σε αύξηση του χρέους της χώρας – το οποίο ανέλθει στο 149%- και μείωση των ξένων επενδύσεων.

Μακροπρόθεσμες προοπτικές

Ελλάδα

Οι μακροοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα εμφανίζονται σταθερές λόγω της πτώσης των τιμών της ενέργειας που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παράσχει 30,5 δισ. ευρώ μεταξύ 2022-2026 σε επιχορηγήσεις και δάνεια. Τα επενδυτικά αυτά σχέδια στοχεύουν σε μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, με έμφαση στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Παράλληλα, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, περιλαμβάνει αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και στοχεύει σε καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050.

Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός παραμένει σημαντικός μοχλός ανάπτυξης του ΑΕΠ με το 25% του εργατικού δυναμικού να απασχολείται σε αυτόν. Συνολικά, οι προοπτικές για το τρέχον έτος εμφανίζονται ενθαρρυντικές, καθώς προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 2,6%.

Η Ελλάδα βγήκε πέρυσι από τη δημοσιονομική εποπτεία της ΕΕ – η οποία ίσχυε για 12 χρόνια -δίνοντας στην χώρα μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά στις δαπάνες του προϋπολογισμού και την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Παρόλ’ αυτά το χρέος συνεχίζει να κινείται σε υψηλά επίπεδα φτάνοντας στο 170% του ΑΕΠ παρά τις πολιτικές αποκλιμάκωσης που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια. Το σημείο κλειδί για την Ελλάδα όμως είναι ότι η μέση διάρκεια του δημόσιου χρέους είναι 17,5 χρόνια και η συνολική εξόφλησή του αναμένεται να γίνει μέχρι το 2070. 

Έτσι, η Ελλάδα μετά από μια 15ετία οικονομικής ύφεσης θα επιστρέψει στο ραντάρ των ισχυρών επενδυτών, επιτρέποντας φθηνότερη και σταθερότερη χρηματοδότηση για μελλοντικές επενδύσεις.

Τουρκία

Στην Τουρκία, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στηρίζονται στον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό. Η γειτνίασή της με τις αγορές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, αποτελεί ευκαιρία για την αύξηση των εξαγωγών. Ωστόσο, η οικονομική της ανάπτυξη φαίνεται πως θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα για τα επόμενα δύο χρόνια. Η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται στο 1,9% φέτος, υποστηριζόμενη εν μέρει από την ανοικοδόμηση στον απόηχο ενός μεγάλου σεισμού και τις προεκλογικές δαπάνες. 

Ο πληθωρισμός συνεχίζει να κινείται σε υψηλά επίπεδα, με το συνολικό ποσοστό να βρίσκεται κοντά στο 40% και το επιτόκιο νομισματικής πολιτικής στο 8,5%. Παράλληλα, η τουριστική σεζόν αναμένεται να σπάσει ρεκόρ, με εισροές ύψους έως και 40 δισ. δολαρίων ΗΠΑ, γεγονός που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στις τοπικές οικονομίες. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις σε συνδυασμό με την εφαρμογή εκσυγχρονιστικών πολιτικών θα βελτιώσουν την εικόνα της οικονομίας αποτρέποντας μια επικείμενη κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών.