Το μέγεθος της επικινδυνότητας των ψηφιακών κινδύνων δεν είναι πάντοτε ανάλογο του βαθμού πολυπλοκότητάς τους
του Γιάννη Λεοντάρη
Ο ψηφιακός κόσμος και οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη και την προώθηση ενός επιχειρηματικού οικοσυστήματος έχουν καθιερώσει μια νέα εποχή στον τομέα της ασφάλειας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει οδηγήσει και στην αύξηση των ψηφιακών κινδύνων, γεγονός που με τη σειρά του έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη ανάγκη για ολοένα και πιο σύνθετες διαδικασίες και πολιτικές ψηφιακής ασφάλειας, προκειμένου να προστατευθούν οι επιχειρήσεις και τα δεδομένα τους.
Οι «βασικοί» ψηφιακοί κίνδυνοι
Το μέγεθος της επικινδυνότητας των ψηφιακών κινδύνων δεν είναι πάντοτε ανάλογο του βαθμού πολυπλοκότητάς τους. Πολλές φορές, ακόμα και οι «βασικοί» ψηφιακοί κίνδυνοι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλη ζημιά στην επιχείρηση, παρά το γεγονός ότι μπορούν προληπτικά να αντιμετωπιστούν σε σημαντικό βαθμό.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «βασικοί» ψηφιακοί κίνδυνοι για μια επιχείρηση;
- Οι κίνδυνοι από την έλλειψη ενημέρωσης και κατάρτισης των εργαζομένων: Μία από τις πιο σημαντικές αδυναμίες στην κυβερνοασφάλεια μιας επιχείρησης είναι η έλλειψη κατάρτισης και ενημέρωσης των υπαλλήλων της. Η κακή εκπαίδευση των εργαζομένων σε θέματα κυβερνοασφάλειας μπορεί να οδηγήσει σε ανθρώπινα λάθη, που, με τη σειρά τους, μπορούν να οδηγήσουν σε παραβιάσεις της ασφάλειας. Επιπλέον, οι πολύπλοκες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των συστημάτων της επιχείρησης απαιτούν συνεχή επανακατάρτιση για την καλύτερη χρήση και διαχείρισή τους. Πολλές εταιρείες υποτιμούν τους παραπάνω κινδύνους και θεωρούν ότι μια αρχική «βασική» εκπαίδευση των εργαζομένων τους είναι αρκετή. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στην ψηφιακή ασφάλεια, καθώς οι ψηφιακοί εγκληματίες εκμεταλλεύονται όλο και πιο συχνά την ελλιπή κατάρτιση και ενημέρωση των υπαλλήλων, προκειμένου να βρουν ψηφιακές «κερκόπορτες» και να εισβάλουν στο επιχειρησιακό σύστημα.
- Οι επιθέσεις phishing: Αυτές οι επιθέσεις στρέφονται στο να αποκτηθούν προσωπικές ή επιχειρησιακές πληροφορίες, όπως κωδικοί πρόσβασης, αριθμοί πιστωτικών καρτών κ.ά. Οι επιθέσεις αυτές χρησιμοποιούν κυρίως ψεύτικα ηλεκτρονικά μηνύματα, που δείχνουν πως προέρχονται από αξιόπιστες πηγές, όπως τράπεζες ή κυβερνητικούς φορείς, ώστε να πείθουν τους αποδέκτες να πατήσουν σε συνδέσμους ή να παραδώσουν ευαίσθητες πληροφορίες. Οι αποδέκτες τους, όταν πατήσουν κάποιο σύνδεσμο που περιέχεται στα mail αυτά, συνήθως οδηγούνται σε μια ιστοσελίδα που προσομοιάζει σε μια «αξιόπιστη» ιστοσελίδα, όπως αυτή μιας τράπεζας ή ενός φορέα, και εκεί τους ζητείται να καταχωρίσουν ορισμένα «ευαίσθητα» δεδομένα. Στις περισσότερες, πλέον, τέτοιες περιπτώσεις, χρειάζεται μεγάλη προσοχή προκειμένου ο εργαζόμενος-αποδέκτης να καταλάβει πως η ιστοσελίδα δεν είναι αυτή που νομίζει, αλλά αυτό έχει άμεση σχέση με τη σχετική εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί, όσο επίσης και με την επικαιροποίησή της.
- Τα κακόβουλα λογισμικά: Οι ψηφιακές επιθέσεις με κακόβουλα λογισμικά μπορούν να προκαλέσουν καταστροφή δεδομένων, κλοπή σημαντικών «ευαίσθητων» δεδομένων, απώλεια χρημάτων, ακόμα και αναγκαστική παύση της λειτουργίας της επιχείρησης, για μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα. Αυτές οι επιθέσεις γίνονται μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ανεπιθύμητων διαφημίσεων και κακόβουλων ιστοσελίδων. Οι ψηφιακοί εισβολείς επιχειρούν να παραπλανήσουν τον αποδέκτη, ώστε αυτός να πατήσει σε έναν σύνδεσμο που έχει δεχτεί, θεωρώντας ότι αυτός είναι ασφαλής. Μόλις το κάνει, ενεργοποιείται το download και η εγκατάσταση του κακόβουλου λογισμικού, που μπορεί να είναι από ένα λογισμικό «παρακολούθησης» μέχρι λογισμικό ransomware, το οποίο μπλοκάρει τον υπολογιστή στον οποίο έχει εγκατασταθεί και ο αποστολέας του ζητάει λίτρα σε ψηφιακό νόμισμα προκειμένου να στείλει στον αποδέκτη το «κλειδί» για το ξεμπλοκάρισμα. Οι επιθέσεις αυτού του τύπου γνώρισαν μεγάλη άνθηση τα τελευταία χρόνια, ωστόσο σταδιακά αρχίζουν να μειώνονται όσο εξαπλώνεται η χρήση του cloud από τις επιχειρήσεις, καθώς αυτό δίνει τη δυνατότητα «αποκεντρωμένης» φύλαξης των δεδομένων, χωρίς να είναι απαραίτητη η φύλαξή τους σε έναν υπολογιστή ή server. Η καλύτερη πρακτική για την προστασία από κακόβουλα λογισμικά είναι η εγκατάσταση ενημερωμένου λογισμικού ψηφιακής ασφάλειας στο σύστημα της επιχείρησης. Η τακτική αναβάθμιση του λογισμικού είναι επίσης σημαντική, καθώς οι κακόβουλοι χρήστες συχνά αξιοποιούν τις ευπάθειες του παλαιού λογισμικού για να εισβάλουν στο σύστημα.
Ίσως όμως η μεγαλύτερη ζημιά που μπορεί να υποστεί μια επιχείρηση από μια ψηφιακή επίθεση δεν αφορά ούτε στην απώλεια δεδομένων ούτε στην απώλεια χρημάτων, αλλά στην απώλεια της εταιρικής φήμης. Η εταιρική φήμη μιας επιχειρήσης είναι κάτι που θέλει πολύ χρόνο και κόπο να «χτιστεί», αλλά μπορεί πολύ εύκολα και γρήγορα να «γκρεμιστεί» από μια ψηφιακή επίθεση και μετά δεν είναι καθόλου εύκολο να αποκατασταθεί (αν τελικά αποκατασταθεί). Η απώλεια της εταιρικής φήμης είναι κάτι πολύ δύσκολο (ίσως και αδύνατο) να αποτιμηθεί σε χρήματα, καθώς η δημιουργία και η επαναδημιουργία της εξαρτάται από το μέγεθος και το είδος κάθε επιχείρησης. Σίγουρα όμως η εταιρική ζημιά που προκαλεί στην επιχείρηση έχει μακροχρόνιο αποτέλεσμα.
Οι κίνδυνοι
Η παραβίαση της ψηφιακής ασφάλειας μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για μια επιχείρηση. Οι επιθέσεις στα συστήματα της εταιρείας μπορούν να προκαλέσουν ζημιές σε πολλούς τομείς και να έχουν καταστροφικές συνέπειες στην επιχείρηση και τους πελάτες της.
Μία από τις σημαντικότερες ζημιές που μπορούν να προκληθούν είναι η διαρροή προσωπικών δεδομένων των πελατών. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την απώλεια εμπιστοσύνης των πελατών στην εταιρεία και να επηρεάσει αρνητικά τη φήμη της. Επιπλέον, η παραβίαση της ψηφιακής ασφάλειας μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές ζημιές λόγω των απαιτούμενων αποζημιώσεων στους πελάτες.
Ακόμη, η επιχείρηση μπορεί να υποστεί ζημιές στην απώλεια ευαίσθητων δεδομένων, όπως εταιρικά μυστικά και πνευματικά δικαιώματα.
Ένας άλλος τρόπος που μια επιχείρηση μπορεί να υποστεί ζημιά από μια επίθεση κυβερνοεγκληματιών είναι μέσω της κλοπής δεδομένων. Οι κυβερνοεγκληματίες μπορούν να κλέψουν ευαίσθητες πληροφορίες, όπως τα προσωπικά δεδομένα των πελατών, τις πιστωτικές κάρτες, τις πληροφορίες επαφής και άλλες σημαντικές πληροφορίες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για απάτες και άλλες παράνομες δραστηριότητες. Η κλοπή αυτών των πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπτώσεις για την επιχείρηση, όπως οικονομικές απώλειες, απώλεια φήμης και επιφυλάξεις πελατών, καθώς και την υποχρέωση της εταιρείας να πληρώσει υψηλά πρόστιμα, λόγω παραβάσεων της νομοθεσίας περί προστασίας των δεδομένων.
Μια επίθεση στα συστήματα μιας επιχείρησης μπορεί να προκαλέσει ακόμα και τη διακοπή της λειτουργίας των συστημάτων ή τη διακοπή της παροχής υπηρεσιών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια εσόδων, καθώς η επιχείρηση δεν θα μπορεί να παρέχει υπηρεσίες στους πελάτες της.
Εν συντομία, μερικά παραδείγματα ζημιών από επιθέσεις κακόβουλου λογισμικού περιλαμβάνουν:
- Κλοπή ευαίσθητων πληροφοριών, όπως πιστωτικές κάρτες, κωδικούς πρόσβασης, διευθύνσεις e-mail και άλλες προσωπικές πληροφορίες που μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια χρηματικών ποσών ή σε κλοπή ταυτότητας.
- Διακοπή των υπηρεσιών της επιχείρησης, όπως είναι η εξυπηρέτηση πελατών, η διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού, η επιχειρηματική τραπεζική κ.λπ., οι οποίες επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης και μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια κεφαλαίου και κερδών.
- Καταστροφή ή αλλοίωση δεδομένων της επιχείρησης, όπως επιχειρηματικά σχέδια, δεδομένα πελατών, ευαίσθητες πληροφορίες που συνδέονται με την έρευνα και ανάπτυξη και άλλα αρχεία που αποτελούν κρίσιμους πόρους για τη λειτουργία της επιχείρησης.
- Απώλεια εμπιστοσύνης των πελατών. Οι πελάτες εμπιστεύονται τις επιχειρήσεις για να διατηρήσουν τα προσωπικά τους δεδομένα ασφαλή. Όταν μια επιχείρηση δεν μπορεί να διατηρήσει ασφαλείς τις πληροφορίες των πελατών της, οι πελάτες μπορεί να μεταφέρουν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα σε άλλες εταιρείες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια εσόδων και κύρους για την επιχείρηση, αλλά και να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη φήμη και την εμπιστοσύνη της επιχείρησης, καθώς και για τις πιθανότητες να κερδίσει νέους πελάτες στο μέλλον.
- Νομικές επιπτώσεις. Αν η επιχείρηση δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα των πελατών της, μπορεί να αναλάβει νομική ευθύνη για την απώλεια αυτών των δεδομένων. Επιπλέον, μπορεί να αντιμετωπίσει κυρώσεις από την Πολιτεία και να υποχρεωθεί να καταβάλει υψηλά πρόστιμα και αποζημιώσεις.
Στην Ελλάδα
Αν και στη χώρα μας δεν έχει γίνει πολύ πρόσφατα κάποια μελέτη σε μεγάλη κλίμακα, όσα στοιχεία υπάρχουν δεν αφήνουν περιθώρια για αισιοδοξία σε ό,τι αφορά στο επίπεδο ετοιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των ψηφιακών κινδύνων.
Σύμφωνα με μια έρευνα του 2020 από την εταιρεία κυβερνοασφάλειας Symantec, το 75% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχουν επαρκείς πρακτικές κυβερνοασφάλειας και σε ποσοστό 40% δεν διαθέτουν κανένα επίπεδο κυβερνοασφάλειας.
Σύμφωνα επίσης με μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλό επίπεδο προστασίας από κυβερνοεπιθέσεις σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι μόλις το 4% των ελληνικών επιχειρήσεων διαθέτουν κάποιο είδος κυβερνοασφάλειας σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι το 10% των επιχειρήσεων. Ακόμα, σύμφωνα με μια έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διεξήχθη το 2019, η Ελλάδα ήταν η χώρα με τον υψηλότερο αριθμό επιθέσεων phishing στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Κυβερνοασφάλειας (ENISA), η Ελλάδα είναι ένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ με τα χαμηλότερα επίπεδα ετοιμότητας σε θέματα κυβερνοασφάλειας. Συγκεκριμένα, μόλις το 4% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνουν ότι διαθέτουν μια πλήρως αναπτυγμένη πολιτική κυβερνοασφάλειας, ενώ το 68% αυτών δεν δηλώνουν καμία πολιτική σχετικά με την κυβερνοασφάλεια.
Μια έρευνα της εταιρείας διαχείρισης κινδύνων Deloitte που διεξήχθη το 2018 έδειξε ότι το 37% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δεν έχουν κάποιο σχέδιο ασφάλειας για τα δεδομένα τους, ενώ μόνο το 23% διαθέτουν μια πλήρως αναπτυγμένη στρατηγική ασφάλειας. Επιπλέον, το 56% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι δεν έχουν αναλάβει κάποια μέτρα ασφάλειας για την προστασία των δεδομένων τους.
Μια άλλη έρευνα που διεξήχθη το 2019 από το Πανεπιστήμιο Πειραιά δείχνει ότι το 45% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δεν έχουν εγκατεστημένο κάποιο επαρκές σύστημα προστασίας από κινδύνους κυβερνοασφάλειας, ενώ το 71% των επιχειρήσεων δεν έχουν εκπαιδεύσει τους εργαζομένους τους για την ασφαλή χρήση των ψηφιακών μέσων.
Επίσης, μια έρευνα του Ινστιτούτου Επιχειρηματικότητας έδειξε ότι το 65% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχουν ειδικευμένους ειδικούς κυβερνοασφάλειας στο προσωπικό τους, και μόνο το 6% αυτών έχουν έναν ολόκληρο τμήμα αφιερωμένο στην κυβερνοασφάλεια.
Τέλος, σύμφωνα με μια έρευνα της PwC που διεξήχθη το 2020, το 47% των ελληνικών επιχειρήσεων αντιμετώπισαν τουλάχιστον ένα κυβερνοεπιθετικό περιστατικό τους τελευταίους 12 μήνες, ενώ το 18% αυτών αναφέρθηκαν σε συχνά περιστατικά. Επιπλέον, το 30% των επιχειρήσεων ανέφεραν ότι δεν έχουν κανένα σχέδιο για την αντιμετώπιση των κυβερνοεπιθετικών επιθέσεων, ενώ σε ποσοστό 26% δεν έχουν εκπαιδεύσει τους εργαζομένους τους για θέματα κυβερνοασφάλειας.
Αυτά που πρέπει να γίνουν
Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η ψηφιακή ασφάλεια δεν αφορά μόνο στις «μεγάλες» επιχειρήσεις, αλλά κάθε επιχείρηση που διαχειρίζεται, άμεσα ή έμμεσα, δεδομένα που έχουν έναν βαθμό εμπιστευτικότητας. Αφορά, δηλαδή, για παράδειγμα, ακόμα κι ένα ηλεκτρονικό κατάστημα που μπορεί να το διαχειρίζεται ένα μόνο άτομο, εφόσον μέσα από το σύστημά του διακινούνται προσωπικά δεδομένα χρηστών.
Σημειώνεται ότι, εδώ και μερικά χρόνια, στην Ελλάδα (όπως και σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ), οι επιχειρήσεις υπόκεινται στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR), ο οποίος επιβάλλει αυστηρούς κανόνες σχετικά με τη συλλογή, τη χρήση και τη διαχείριση των δεδομένων των πελατών. Η μη συμμόρφωση με τον GDPR μπορεί να οδηγήσει σε πολύ μεγάλες κυρώσεις, που μπορούν να φτάσουν μέχρι και το 4% του ετήσιου συνολικού κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Το παραπάνω σημαίνει πως ακόμα και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετάσουν αν η δραστηριότητά τους περιλαμβάνει πρακτικές που τις υποχρεώνουν στη συμμόρφωση με τον GDPR.
Το πρώτο βήμα για την προστασία της επιχείρησης από τους ψηφιακούς κινδύνους είναι η διαμόρφωση μιας πολιτικής ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει, πέραν των πρακτικών για τη συμμόρφωση με τον GDPR, τις βασικές αρχές για την ασφάλεια των δεδομένων και των συστημάτων της επιχείρησης. Οι πρακτικές ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων είναι απαραίτητες για την προστασία της επιχείρησης από κινδύνους όπως οι επιθέσεις με ransomware, τα phishing e-mails και οι επιθέσεις DDoS.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση διαθέτει ιστοσελίδα ή άλλους διαδικτυακούς πόρους, πρέπει να διασφαλιστεί ότι αυτοί είναι ασφαλείς και προστατευμένοι από κινδύνους όπως οι επιθέσεις SQL injection και cross-site scripting. Η επιχείρηση πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι όλοι οι υπάλληλοι που αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα πληροφοριακά συστήματα είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι για να αντιληφθούν τους κινδύνους και να ακολουθούν τις σωστές πρακτικές ασφάλειας.
Μια άλλη βασική πρακτική για την αποφυγή των κινδύνων του Business Cyber Security είναι η χρήση της κρυπτογράφησης. Η κρυπτογράφηση είναι η διαδικασία με την οποία οι δεδομένες πληροφορίες μετατρέπονται σε κωδικοποιημένη μορφή, η οποία δεν μπορεί να διαβαστεί από άλλους εκτός από τον αρχικό αποδέκτη. Αυτό προσθέτει ένα επίπεδο ασφάλειας στις επικοινωνίες και τη μεταφορά δεδομένων.
Επιπλέον, η διατήρηση των συστημάτων και των λογισμικών ενημερωμένων είναι επίσης σημαντική για την αποφυγή των ψηφιακών κινδύνων. Οι ενημερώσεις των λογισμικών περιλαμβάνουν συνήθως διορθώσεις ασφάλειας, οι οποίες επιλύουν γνωστά προβλήματα ασφάλειας. Επομένως, η τακτική ενημέρωση του λογισμικού σας είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν ευπάθειες στο επιχειρησιακό σύστημα.
Ακόμα, μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της κυβερνοασφάλειας είναι η συνεχής εκπαίδευση των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι πρέπει να γνωρίζουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η επιχείρηση, τα μέτρα ασφαλείας που έχουν θεσπιστεί και τις διαδικασίες αντίδρασης σε περίπτωση επίθεσης. Επίσης, πρέπει να υπάρχει συνεχής ενημέρωση του προσωπικού σε περίπτωση εμφάνισης νέων κινδύνων ή αλλαγής στην πολιτική ασφάλειας της επιχείρησης.
Μια άλλη σημαντική πτυχή της κυβερνοασφάλειας σε μια επιχείρηση είναι η συνεργασία με άλλες συνεργαζόμενες επιχειρήσεις και φορείς του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα. Οι ψηφιακές επιθέσεις επηρεάζουν όχι μόνο την επιχείρηση που είναι στόχος, αλλά και τους πελάτες και τους συνεργάτες της.
Ένα ακόμη σημαντικό κομμάτι της κυβερνοασφάλειας είναι η πρόληψη των επιθέσεων. Προληπτικά μέτρα μπορούν να ληφθούν με τη χρήση λογισμικών ψηφιακής ασφάλειας, με τον έλεγχο των αρχείων και των mail που λαμβάνονται καθώς και την εκπαίδευση του προσωπικού και των χρηστών για τις επιθέσεις που μπορεί να δέχονται. Είναι σημαντικό να προστατεύονται όχι μόνο οι υπολογιστές και οι διακομιστές, αλλά και τα smartphones και οι άλλες συσκευές που συνδέονται στο δίκτυο και χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Πολλές εταιρείες δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην καταστολή και λιγότερη στην πρόληψη, μια στρατηγική που είναι λανθασμένη, καθώς η σωστή πρόληψη, εκτός του ότι μπορεί να έχει μικρότερο κόστος από την καταστολή, βοηθά και στην απώλεια λιγότερων δεδομένων σε σχέση με την καταστολή, που έρχεται μετά την όποια ζημιά έχει προξενήσει η ψηφιακή επίθεση.
Σημαντικοί παράγοντες για την προληπτική ψηφιακή ασφάλεια είναι η διατήρηση ενημερωμένων λογισμικών και οι τακτικοί έλεγχοι ασφάλειας. Επίσης, η εκπαίδευση των υπαλλήλων καθώς και η κατάρτιση ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση που υπάρξει παραβίαση ασφάλειας.
Μια άλλη συχνή πρακτική που βελτιώνει την ψηφιακή ασφάλεια είναι η χρήση του two-factor authentication (2FA) ή του multi-factor authentication (MFA). Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τον κωδικό πρόσβασης, ο χρήστης θα πρέπει να εισαγάγει και έναν κωδικό που λαμβάνει μέσω SMS, e-mail ή από ειδική εφαρμογή που είναι εγκατεστημένη στο κινητό του. Η χρήση του 2FA ή του MFA καθιστά πολύ πιο δύσκολη την πρόσβαση στον λογαριασμό από εξωτερικούς επιτιθέμενους, ακόμη κι αν αυτοί καταφέρουν να αποκτήσουν τον κωδικό πρόσβασης.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναλυθούν τα δεδομένα που σχετίζονται με τις προσπάθειες επίθεσης και να γίνεται συνεχής παρακολούθηση της ασφάλειας του συστήματος. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη κατάλληλων εργαλείων παρακολούθησης και επαλήθευσης των δεδομένων καθώς και τη συνεργασία των υπεύθυνων ασφάλειας με τα υπόλοιπα τμήματα της επιχείρησης.
Ένα βασικό μέτρο που πρέπει να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για την προστασία τους από τις επιθέσεις κυβερνοεγκληματιών είναι η χρήση λογισμικού ασφαλείας. Το λογισμικό ασφαλείας είναι μια σειρά από εφαρμογές και εργαλεία που σχεδιάζονται για να προστατεύουν τα συστήματα και τα δεδομένα από επιθέσεις και κινδύνους ασφάλειας. Αυτό περιλαμβάνει ανίχνευση και απόκριση σε επιθέσεις, κρυπτογράφηση δεδομένων, διαχείριση ανθρώπινων πόρων, παρακολούθηση των εισερχόμενων και εξερχόμενων δεδομένων και άλλα. Το λογισμικό ασφαλείας μπορεί να είναι ενσωματωμένο στην υπάρχουσα υποδομή της επιχείρησης, όπως τα λογισμικά προστασίας από ιούς και τα firewall. Αλλά μπορεί επίσης να προστεθεί ως ξεχωριστή εφαρμογή ή υπηρεσία.
Πέραν των παραπάνω όμως, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθούν και να αντιμετωπίσουν τις απειλές από εσωτερικούς παράγοντες, όπως οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες. Συχνά, οι απειλές από εσωτερικούς παράγοντες είναι δυσκολότερο να ανιχνευθούν και να αντιμετωπιστούν από τις εξωτερικές απειλές. Οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν κατάλληλα συστήματα ελέγχου πρόσβασης και περιορισμού πρόσβασης σε ευαίσθητες πληροφορίες, καθώς και να παρακολουθούν τη χρήση των δικτύων τους από τους υπαλλήλους και τους συνεργάτες τους.
Ένα σημαντικό μέρος της επιχειρηματικής κυβερνοασφάλειας είναι η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των χρηστών στα συστήματα της επιχείρησης. Η παρακολούθηση αυτή πρέπει να γίνεται με σεβασμό στην ιδιωτικότητα των χρηστών και να είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων. Η παρακολούθηση αυτή μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό πιθανών κινδύνων ασφάλειας και να βελτιώσει την αντίδραση της επιχείρησης σε επιθέσεις. Η επιχείρηση πρέπει να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα των πελατών της δεν χρησιμοποιούνται για κανέναν άλλο σκοπό εκτός από τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται καθώς και ότι οι χρήστες έχουν ενημερωθεί και συναινούν στην παρακολούθηση αυτή.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα στον τομέα του Cyber Security είναι η συμμόρφωση με τους νόμους και τους κανονισμούς. Σε πολλές χώρες, υπάρχουν αυστηροί νόμοι που διέπουν την ασφάλεια των πληροφοριών και την προστασία των δεδομένων των πελατών. Επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με αυτούς τους κανονισμούς αντιμετωπίζουν σοβαρές κυρώσεις και κινδυνεύουν με την απώλεια της εμπιστοσύνης των πελατών τους.
Συνεχίζοντας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το Cyber Security δεν πρέπει να θεωρείται αποκλειστικά ως ένα θέμα που αφορά την τεχνολογία και τους τεχνικούς. Αντιθέτως, πρέπει να είναι μια ευθύνη όλων των μερών ενός επιχειρηματικού οικοσυστήματος, περιλαμβανομένων και των διαχειριστών, των εργαζομένων και των πελατών. Πρέπει να υπάρχει μια στρατηγική προσέγγιση στο Cyber Security που θα εμπλέκει όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του Business Cyber Security είναι η διαχείριση κινδύνων. Η αναγνώριση, η αξιολόγηση και η διαχείριση των κινδύνων είναι κρίσιμες για την επιτυχία ενός προγράμματος ασφάλειας των πληροφοριών. Η διαχείριση των κινδύνων περιλαμβάνει την ανάλυση των κινδύνων, την καταγραφή των ευπαθειών στο σύστημα και την ανάπτυξη σχεδίων δράσης για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.
Aπό το περιοδικό ΧΡΗΜΑ