«Κόκκινα» δάνεια, ύψους εννέα δισ. ευρώ, έχουν στους ισολογισμούς τους οι ελληνικές τράπεζες, με τον «χάρτη» των NPEs να αλλάζει έως τα τέλη του 2023, αφού αναμένονται εισροές πέριξ του 1,4 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, μετά από μία 10ετή οικονομική κρίση, στη διάρκεια της οποίας το στοκ των «κόκκινων» δανείων γιγαντώθηκε, «αγγίζοντας» ακόμη και τα 107 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016, πλέον αυτό δεν ξεπερνά τα εννέα δισ. ευρώ στην Ελλάδα (2,9 δισ. ευρώ η Alpha Bank, 2,6 δισ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς, 1,9 δισ. ευρώ η Eurobank 5,2% και 1,6 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα), με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 8,7% για το σύνολο του συστήματος (7,8%, 6,8%, 5,2% και 5,2% αντίστοιχα σε επίπεδο Ομίλων). Κόντρα στο γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον δε, με τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων, αλλά και την επιμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα – ειδικά σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών ή υπηρεσιών – οι Έλληνες τραπεζίτες δεν αναμένουν «έκρηξη» των αθετήσεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, όπως αυτές εκφράστηκαν σε τηλεδιασκέψεις με τους αναλυτές, με αφορμή τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του 2022, για εφέτος οι εισροές «κόκκινων» δανείων θα κυμανθούν περί το 1,4 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, νέα NPEs, ύψους 400 εκατ. ευρώ, αναμένει για το σύνολο του 2023 η διοίκηση της Alpha Bank, 330 εκατ. ευρώ της ΕΤΕ, μεταξύ 400 – 450 εκατ. ευρώ της Eurobank, ενώ αντίστοιχες είναι οι προβλέψεις και της Τράπεζας Πειραιώς. Σύσσωμες οι τράπεζες, πάντως, έχουν θέσει ως στόχο την περαιτέρω μείωση του δείκτη NPE, προκειμένου αυτός να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προς επίρρωση, η Alpha Bank επιδιώκει για εφέτος να ρίξει τον δείκτη κάτω του 7%, η Τράπεζα Πειραιώς κάτω του 6%, ενώ πέριξ του 5% φιλοδοξούν να κινηθούν Eurobank και Εθνική Τράπεζα, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, βρίσκονται πιο κοντά στο ποσοστό της Ευρώπης.