Στο επίκεντρο της στρατηγικής της Helleniq Energy βρίσκονται τα σχέδια υλοποίησης έργων ΑΠΕ στη ΝΑ Ευρώπη.
«Διερευνούμε επίσης ευκαιρίες για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ανάπτυξη θα έρθει μέσω ενός συνδυασμού οργανικής ανάπτυξης και εξαγορών, καθώς και ενός διαφοροποιημένου γεωγραφικού αποτυπώματος, λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα της αγοράς, το ρυθμιστικό πλαίσιο και τις αποδόσεις», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Ανδρέας Σιάμισιης στο SeeNews.
Όπως ανέφερε, μεταξύ άλλων ο όμιλος επιδιώκει την υλοποίηση έργων μετασχηματισμού του, ύψους 4 δις ευρώ.
Εξ αυτών
- 2 δις θα διοχετευθούν στον εκσυγχρονισμό της παραδοσιακής δραστηριότητας και στην παραγωγή υγρών καυσίμων χαμηλών εκπομπών,
- Άλλα 2 δις στην ενεργειακή μετάβαση, με έμφαση στις καθαρότερες μορφές ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών CO2.
«Βασικός στόχος είναι η ανάπτυξη ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου ενέργειας», τόνισε ο κ. Σιάμισιης.
Μέσω της θυγατρικής της ΕΛΠE Ανανεώσιμες, η Helleniq Energy έχει γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη εταιρεία σε νέα έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα. Σε λιγότερο από δύο χρόνια, ο όμιλος δωδεκαπλασίασε την εγκατεστημένη ισχύ του στα 340 MW. Στοχεύει 1 GW έργων σε λειτουργία έως το 2026 και 2 GW έως το 2030, μια εξέλιξη που θα επιτρέψει τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα κατά 50% έως το 2030.
«Το γεγονός ότι τα διυλιστήρια της Helleniq Energy βρίσκονται σε ακτές με πρόσβαση σε λιμάνια μάς δίνει την ευκαιρία να εισάγουμε πολλούς διαφορετικούς τύπους αργού πετρελαίου, ένα πλεονέκτημα που δεν έχουν άλλα διυλιστήρια στην Ευρώπη. Ακόμη και στο θέμα της προμήθειας φυσικού αερίου, η Ελλάδα είναι σε καλύτερη θέση από άλλες χώρες της ΕΕ, καθώς οι συμφωνίες για προμήθεια φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν, LNG από την Αλγερία και LNG από άλλες χώρες, δίνουν μια ευελιξία στη χώρα έναντι άλλων ευρωπαϊκών κρατών», σημείωσε ο κ. Σιάμισιης.
Και συνέχισε: “η σημερινή ενεργειακή κρίση δεν είναι απλώς συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά το αποτέλεσμα καθυστερημένων αποφάσεων για την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών. Αντιμετωπίζουμε τη σημερινή ενεργειακή κρίση, γνωρίζοντας ότι είναι διαρθρωτική. Δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την εισβολή στην Ουκρανία ή τις συνέπειες της πανδημίας που προηγήθηκε παγκοσμίως, και δεν θα ξεπεραστεί πλήρως σε λίγους μήνες, θα κρατήσει. Πρέπει να είναι σαφές ότι η στροφή της διεθνούς κοινότητας και της ΕΕ σε μια πράσινη οικονομία με χαμηλό αποτύπωμα θα περιλαμβάνει επίσης το απαραίτητο κόστος για την επιχειρούμενη μετάβαση. Ωστόσο, παραμένει ο μόνος δρόμος για ένα βιώσιμο μέλλον, που θα εξασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης με καθαρότερες μορφές ενέργειας που θα γίνουν πιο ανταγωνιστικές οικονομικά με την πάροδο του χρόνου», κατέληξε.