του Δημήτρη Τζάνα

Η δυναμικότητα του Nord Stream 1 θα υποχωρήσει αύριο στο 20% καθώς η Gazprom κρίνει απαραίτητη τη συντήρηση μιας ακόμη τουρμπίνας, με συνέπεια μια ακόμη αναρρίχηση των τιμών μέσω των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures). Με τους υπουργούς ενέργειας της Ε.Ε. να καλούνται να συνομολογήσουν σε κοινές αποφάσεις σε συνέχεια της απόρριψης του οριζόντιου μέτρου της μείωσης κατά 15% από όλες τις χώρες που πρότεινε η Κομισιόν.

Με τις αποφάσεις να είναι αδύνατο να αποφύγουν μερική τουλάχιστον περικοπή της χρήσης τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τις βιομηχανίες αφού είναι πρακτικά αδύνατη η υποκατάσταση του ρωσικού αερίου από LNG άλλων χωρών, ενώ η υλοποίηση επενδύσεων σε ΑΠΕ απαιτεί χρονικό ορίζοντα αρκετών ετών. Την ίδια ώρα, η ουκρανική κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη και δυσχεραίνει ακόμη και την υλοποίηση της συμφωνίας για διακίνηση των σιτηρών προς τις χώρες που απειλούνται με επισιτιστική κρίση!

Με αυτά τα δεδομένα, η ΕΚΤ αλλάζει τη νομισματική πολιτική με αποφασιστικές επιτοκιακές αυξήσεις, με 50 μ.β. την προηγούμενη εβδομάδα και μια ακόμη ισόποση, πιθανότατα  κατά το Σεπτέμβριο. Θα προηγηθεί η αύξηση κατά τουλάχιστον 75 μ.β. από την Federal μετά τη λήξη της 2ημερης συνόδου.

Γίνεται έτσι σαφές ότι οι δύο μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες αποδέχονται την ανάγκη να συντονιστούν στην προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού (9,1% στις ΗΠΑ, 8,6% στην ευρωζώνη), έστω και αν η προέλευσή του οφείλεται στο αυξημένο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων κυρίως.

Με την ΕΚΤ να θεσμοθετεί το μηχανισμό TMI, ένα ευέλικτο εργαλείο που επιτρέπει την παρέμβασή της στις αγορές ομολόγων όταν κριθεί ότι αυτό είναι απαραίτητο, με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν στο 3% έναντι 3,34% των ιταλικών που μετά την παραίτηση Ντράγκι συνιστούν τον πιο αδύναμο ευρωπαϊκό κρίκο.

Ενόψει των παραπάνω, οι διεθνείς  αγορές κινούνται με νευρικότητα καθώς αυξάνεται η πιθανότητα για εξελίξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ύφεση το 2022, ιδιαίτερα στην Ευρώπη καθώς η ενεργειακή κρίση πλήττει σχεδόν αποκλειστικά την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, ενώ η γενικευμένη άνοδος των επιτοκίων αναμένεται να πλήξει αρκετές από τις υπερχρεωμένες αναδυόμενες οικονομίες, ιδιαίτερα εκείνες με υψηλό βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος (Τυνησία, Αργεντινή, Πακιστάν και βεβαίως Ουκρανία). Αντιθέτως, οι δείκτες στη Wall Street μάλλον βελτιώνονται καθώς μόνο το ισχυρό δολάριο πλήττει τις εξωστρεφείς αμερικανικές εταιρείες  (Apple, Microsoft, IBM, Philip Morris).

Στο ελληνικό χρηματιστήριο, η συναλλακτική απαξίωση συνιστά το κυρίαρχο χαρακτηριστικό με τις συναλλαγές δύσκολα να φτάνουν τα 50 εκ. ευρώ. Ωστόσο, η μεταβολή της νομισματικής πολιτικής επί το αυστηρότερο ευνοεί τα τραπεζικά μεγέθη, με την πιστωτική επέκταση να καταγράφει ήδη αξιοσημείωτη βελτίωση το 2022, όπως θα πιστοποιηθεί και από τις επερχόμενες ανακοινώσεις για το 2ο τρίμηνο.

Με τη διοίκηση της Πειραιώς να εκτιμά ότι οι επιτοκιακές αυξήσεις θα προσθέσουν τουλάχιστον 100 εκ. επιπλέον έσοδα το 2023, ενώ την ίδια ώρα όλες  θα αναγγείλουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια σαν ποσοστό του συνόλου με μονοψήφιο αριθμό. Με την υψηλή ωστόσο αβεβαιότητα και τη γεωπολιτική αστάθεια, η επενδυτική κοινότητα δεν θεωρεί ότι είναι ακόμη η ώρα για ψήφο εμπιστοσύνης σε μετοχικές αξίες, με το Γ.Δ. να αδυνατεί να κινηθεί προς τις 850 μονάδες, έχοντας ωστόσο πιστοποιήσει την ισχύ της στήριξης των 800 μονάδων…

 

{O Δημήτρης Τζάνας είναι Δ/ντης Επενδύσεων στην Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ}