Ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα είναι πλέον η Ελλάδα καθώς ο τέταρτος μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης η DBRS αναβάθμισε την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα ο οίκος αξιολογεί την ελληνική οικονομία σε BB (high) από BB ενώ αναθεώρησε τις προοπτικές σε σταθερές.

Η αναβάθμιση είναι πολύ σημαντική γιατί έρχεται σε μία περίοδο που το τοπίο έχει «θολώσει» από τον πόλεμο, ο πληθωρισμός διεθνώς έχει κάνει τα πράγματα δύσκολα κι όλο αυτό εμποδίζει τη συνέχεια της προόδου που πραγματοποίησε η ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα καθώς η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη η ελληνική οικονομία χρειάζεται τις αναβαθμίσεις για να μπορέσει να δανειστεί επιτυχώς με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος και να μην εξαρτάται από τις αποφάσεις και τις πολιτικές της ΕΚΤ. Πλέον αρκεί μία αναβάθμιση ακόμα από τον ίδιο οίκο, που μπορεί να παρακινήσει και άλλους που σταθερά απογοητεύουν, να δουν το το φως…

Σύμφωνα με τον οίκο η αναβάθμιση αντανακλά τη θετική άποψη της DBRS. Η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 8,3% το 2021 και βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στα προ πανδημίας επίπεδα.

  • Η δημοσιονομική υπεραπόδοση και η στρατηγική διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων το 2021 διατήρησαν σε πολύ υψηλά επίπεδα τα ταμειακά αποθέματα, τα οποία σήμερα αγγίζουν τα 41 δισ. ευρώ.

Η DBRS εκτιμά ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα αφαιρέσει περίπου μία ποσοστιαία μονάδα από την αύξηση του ΑΕΠ το 2022. Τον Δεκέμβριο του 2021 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σηματοδότησε τη στήριξή της στα ελληνικά κρατικά ομόλογα.

Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες συνεχίζουν να σημειώνουν σημαντική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), περιορίζοντας τα σε μονοψήφια επίπεδα, παρά την κάποια νέα επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους.

Οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας ενισχύονται σημαντικά από το επίπεδο διακυβέρνησης, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζοντας έτσι τη βιωσιμότητα του χρέους του δημόσιου τομέα.

Η DBRS, βλέπει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές πιστωτικές αβεβαιότητες – οι παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις της κατάστασης στην Ουκρανία, η ποιότητα του ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και ο βαθμός στον οποίο η ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρέχει στήριξη στα ελληνικά ομόλογα εν μέσω μιας κατάστασης διαταραχής της αγοράς.

Η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από την συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ, υπογραμμίζει ο οίκος. Η Ελλάδα είναι ένα από τα έξι κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εγκεκριμένο εθνικό σχέδιο στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο περιλαμβάνει επιχορηγήσεις και δάνεια. Επιπλέον, η χώρα είναι ένα από τα πέντε κράτη-μέλη που υπέβαλαν ένα πρώτο αίτημα εκταμίευσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία αναμένεται να αποδεσμεύσει την πρώτη εκταμίευση 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ πιθανότατα τον Απρίλιο.

Στη χώρα θα διατεθούν συνολικά περίπου 70 δισεκατομμύρια ευρώ σε κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και το Πολυετές Χρηματοδοτικό Πλαίσιο της Ένωσης.

  • Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας (Greece 2.0) περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις οι οποίες πιθανότατα θα ενισχύσουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην ευρωζώνη.

Γιατί μας αναβάθμισε

Η ανάκαμψη θα συνεχιστεί παρά τους κινδύνους για τον πληθωρισμό και την αποδυνάμωση του κλίματος εμπιστοσύνης, στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Η πανδημία του κορονοϊού και τα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν σε σοβαρή οικονομική συρρίκνωση το 2020, σημειώνει ο καναδικός οίκος και συνεχίζει: Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 9% λόγω της απότομης μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών υπηρεσιών. Το 2021, ο ηπιότερος αντίκτυπος των περιορισμών, η διανομή εμβολίων κατά του κορονοϊού και οι καλύτερες από το αναμενόμενο επιδόσεις του τουριστικού κλάδου οδήγησαν σε ισχυρή ανάκαμψη.

Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, ενισχυμένο από την έντονη αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών και την ενισχυμένη ιδιωτική κατανάλωση. Μετά την κατάρρευση της ταξιδιωτικής και τουριστικής βιομηχανίας το 2020, ο κλάδος ανέκτησε μέρος του χαμένου εδάφους το 2021, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις από τον τουρισμό να φτάνουν περίπου στο 60% των επιπέδων του 2019. Επιπλέον, η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί κάτω από το 13%, για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2010.

Η Κομισιόν στις προβλέψεις της το χειμώνα του 2022 προέβλεψε ανάπτυξη 4,9% για το τρέχον έτος, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση και περαιτέρω βελτιώσεις στις εξαγωγές υπηρεσιών, καθώς συνεχίζεται η ανάκαμψη των τουριστικών ροών. Οι κυριότεροι κίνδυνοι για τις προοπτικές συνδέονται με την αυξανόμενη πληθωριστική πίεση, η οποία αναμένεται να επηρεάσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, που επιδεινώνονται επίσης από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρά τον περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο από τη ρωσική αγορά, η οποία αντιπροσώπευε μόλις το 2% των συνολικών αφίξεων το 2019, η ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου θα μπορούσε να αναβληθεί περαιτέρω λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και του υψηλού ενεργειακού κόστους, τα οποία “θολώνουν” ελαφρώς τις προοπτικές για το 2022.

Τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Κατά την άποψη της DBRS, η επιτυχής εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης της Ελλάδας (Ελλάδα 2.0) αποτελεί ανοδικό “κίνδυνο” για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022, οι δαπάνες του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων και των δανείων, αναμένεται να φθάσουν σε επίπεδο άνω των 5 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το τέλος του προγράμματος.

Μαζί με τα διαρθρωτικά ταμεία από τον προϋπολογισμό της ΕΕ του 2021-2027, η Ελλάδα θα λάβει περίπου 70 δισ. ευρώ τα επόμενα επτά χρόνια. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα κεφάλαια ανάκαμψης της ΕΕ, αν συνδυαστούν με μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας. Η εφαρμογή του προγράμματος “Ελλάδα 2.0” θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε 180.000-200.000 νέες μόνιμες θέσεις εργασίας.

Σύμφωνα με την DBRS, η αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει πιθανότατα τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

Η καλύτερη του αναμενομένου δημοσιονομική απόδοση για το 2021 και η πιθανή επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023

Η Ελλάδα εφάρμοσε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα – πακέτα στήριξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, συνεχίζει η DBRS.

Τα πακέτα περιελάμβαναν προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας και οικονομική στήριξη στους αυτοαπασχολούμενους, αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος υγείας, στήριξη ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις μέσω εγγυήσεων δανείων και αναβαλλόμενων πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, οδηγώντας σε υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10% του ΑΕΠ το 2020, έναντι πλεονάσματος το 2019.

Μια ισχυρή απόδοση εσόδων η οποία στηρίχθηκε σε ένα καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα ανάπτυξης το 2021, καθώς και στις χαμηλότερες δαπάνες, οδήγησε σε βελτίωση όσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2021, σε σχέση με το 9,6% του ΑΕΠ που αναφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022. Η δημοσιονομική θέση της χώρας, σημειώνει η DBRS, αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω φέτος, καθώς η οικονομία συνεχίζει την πορεία της ανάκαμψης και τα μέτρα για τον COVID-19 έχουν κατά βάση αποσυρθεί, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να αναμένεται να μειωθεί στο 4% και το πρωτογενές έλλειμμα στο 1,4% του ΑΕΠ, προτού η χώρα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.

Οι βασικοί κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές σχετίζονται με πιθανή ανάγκη για πρόσθετα μέτρα για την COVID-19 ή με ενεργοποίηση κρατικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επίσης, ως απάντηση στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, η κυβέρνηση έχει εισαγάγει μέτρα στήριξης για τον μετριασμό των επιπτώσεων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Το σχήμα αυτό θα έχει δημοσιονομικά ουδέτερο αποτύπωμα, καθώς το κόστος θα καλυφθεί από τα αυξημένα έσοδα από το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS). Ωστόσο, ορισμένα πρόσθετα μέτρα είναι πιθανά στο εγγύς μέλλον. Η ισχυρή δημοσιονομική θέση της Ελλάδας πριν από την πανδημία υποστηρίζει την άποψη της DBRS Morningstar ότι η Ελλάδα θα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών μόλις οι τελευταίοι θέσουν εκ νέου σε ισχύ τους δημοσιονομικούς στόχους.

Η βελτίωση του χρέους

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε στο 197,1% το 2021 από 206,3% το 2020, παραμένοντας ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη. Εντούτοις ο καναδικός οίκος εκτιμά ότι υπάρχουν αρκετοί παράγοντες οι οποίοι αμβλύνουν τους κινδύνους. Ειδικότερα, η Ελλάδα επωφελείται από την ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει πάνω από το 75% του δημόσιου χρέους της, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτείται με πολύ χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, το χρέος έχει πολύ μεγάλη μέση σταθμισμένη διάρκεια 21 ετών από τον Ιούνιο του 2021, ενώ πάνω από το 98% του χρέους  είναι σταθερού επιτοκίου, μετριάζοντας τους κινδύνους που προκύπτουν από την αυξημένη μεταβλητότητα της αγοράς.

Επωφελούμενες από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, οι ελληνικές αρχές ακολούθησαν μια ενεργητική στρατηγική προπληρώνοντας ακριβότερο χρέος. Η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι ακολουθεί μια ευέλικτη προσέγγιση για την αγορά ελληνικών ομολόγων, εφόσον χρειάζεται για να αντιμετωπιστούν αρνητικά σοκ. Το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσομακροπρόθεσμου χρέους στο 1,4% είναι σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο  άλλων ομόλογων της Ελλάδας χωρών της νότιας Ευρώπης. Η Ελλάδα σχεδιάζει τους επόμενους μήνες να αποπληρώσει πλήρως τα ανεξόφλητα δάνεια του ΔΝΤ και εξετάζει επίσης την αποπληρωμή των δανείων του GLF (που λήγουν το 2023) μέχρι το τέλος του έτους.

Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 41 δισ. ευρώ στα τέλη Φεβρουαρίου 2022, εξακολουθούν να λειτουργούν ως ρυθμιστικό απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη της αγοράς. Παράλληλα, περιορίζουν τους κινδύνους αποπληρωμής. Σύμφωνα με την DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η συνεχιζόμενη ανάπτυξη θα αποτελέσουν “κλειδί” για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Πρόοδος με μείωση των ΜΕΑ

Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των δεικτών Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPLs) τους το 2021, τονίζει ο καναδικός οίκος αξιολόγησης.

Ο δείκτης NPL μειώθηκε από 30,1% στο τέλος του 2020 σε 15% στα τέλη Σεπτεμβρίου 2021. Η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Σχεδίου “Ηρακλής”. Η ελληνική κυβέρνηση παρέτεινε το πρόγραμμα για επιπλέον 18 μήνες, έως τον Οκτώβριο του 2022.

Η παράταση του προγράμματος “Ηρακλής” και η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου πιθανότατα θα στηρίξουν τις περαιτέρω προσπάθειες των τραπεζών να “εκκαθαρίσουν” τους ισολογισμούς τους.

Οι συστημικές τράπεζες βρίσκονται επί του παρόντος σε καλό δρόμο για να επιτύχουν τους στόχους τους για μονοψήφιους δείκτες NPL μέχρι το τέλος του 2022. Ωστόσο, η πανδημία πιθανότατα θα οδηγήσει σε νέες εισροές Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων.

Αυτό εξηγεί την αρνητική ποιοτική προσαρμογή από πλευράς DBRS Morningstar στο δομικό στοιχείο “Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα”, όπως αναφέρει ο οίκος.

Επιπλέον, οι τράπεζες αναλαμβάνουν να δανείσουν σε ελληνικές εταιρείες το μεγαλύτερο μέρος των κερδών από τα δάνεια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους έως και 12,7 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο θα μεταφραστεί επίσης σε πρόσθετες ευκαιρίες δανεισμού για τις ίδιες τις τράπεζες. Αυτό θα βοηθήσει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν πιστώσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη.

Οι εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να προσφέρουν στήριξη φέτος

Η επιδείνωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου οδήγησε σε έλλειμα 6,6% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2020, σημειώνει ο οίκος. Η μερική ανάκαμψη των διεθνών ταξιδιωτικών ροών και οι ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών αγαθών βελτίωσαν τη θέση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2021, με το έλλειμα να διαμορφώνεται στο 5,8%.

Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2021 ανέκτησαν μέρος του χαμένου εδάφους του 2020, φθάνοντας περίπου στο 60% των επιπέδων του 2019. Φέτος, σημειώνει ο οίκος, η εξωτερική θέση αναμένεται να βελτιωθεί χάρη στις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών αγαθών, την περαιτέρω ανάκαμψη των διεθνών τουριστικών ροών και τις εξαγωγές ναυτιλίας, ωστόσο η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης και οι υψηλότερες τιμές των εισροών θα οδηγήσουν επίσης σε υψηλότερου κόστους εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.

Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένης της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά σχεδόν 60% σε πραγματικούς όρους από το 2009 έως το 2020. Οι ροές των μεταβιβάσεων πόρων από την ΕΕ αναμένεται επίσης να έχουν θετικό αντίκτυπο στους εξωτερικούς λογαριασμούς. Από πλευράς αποθέματος, οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, στο 176% του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του 2021, πολύ μεγαλύτερες από το 89% του 2011, αντανακλώντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα. Το εξωτερικό χρέος αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα λόγω του ορίζοντα μακράς λήξης των δανείων του ξένου επίσημου τομέα προς το ελληνικό δημόσιο.

Μοχλός οι επενδύσεις

Όπως αναφέρει στην αξιολόγησή του ο καναδικός οίκος, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα απολαμβάνει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τους ομολόγους της στην ΕΕ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σημαντική πρόοδος καταγράφεται στη μείωση της γραφειοκρατίας στον δημόσιο τομέα, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στο “ξεμπλοκάρισμα” επενδυτικών σχεδίων. Η προσπάθεια της Ελλάδας για αναβάθμιση των ψηφιακών της επιδόσεων, αν και αυτές παραμένουν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει ενταθεί και καταγράφεται αξιοσημείωτη πρόοδος στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.

Οι προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης τους επόμενους μήνες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος “Ελλάδα 2.0”, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις να βρίσκονται στα σκαριά. Η DBRS Morningstar εκτιμά ότι η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις μακροχρόνιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα αιτιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στο δομικό στοιχείο “Πολιτικό Περιβάλλον”.

Τι θα επηρεάσει τις μελλοντικές αξιολογήσεις

Η αξιολόγηση του οίκου θα μπορούσε να αναβαθμιστεί (εκ νέου), εάν συμβεί κάποιο ή ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα:

1) Συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.

2) συνεχής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που να διατηρεί τον λόγο του δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.

Οι λόγοι για πιθανοί υποβάθμιση αντίστοιχα είναι:

1) Επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις.

2) Αντιστροφή ή καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

3) αναζωπύρωση της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα.

  • Ο καναδικός οίκος DBRS είχε βαθμολογήσει το αξιόχρεο της οικονομίας στην βαθμίδα ΒΒ με θετικές προοπτικές, από τον Σεπτέμβριο του 2021, δύο θέσεις κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ DBRS

DBRS-Hellenic