Από τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης και τις εξειδικεύσεις των μέτρων που έκαναν οι Υπουργοί, καταλαβαίνουμε ότι το κυβερνητικό επιτελείο έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις εξαιτίας του σφοδρού κύματος των ανατιμήσεων.
Το νέο πακέτο στήριξης ήταν επιβεβλημένο καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός καταναλωτών –η συντριπτική πλειοψηφία θα έλεγα- δεν έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει λογαριασμούς ρεύματος, θέρμανσης, να αγοράσει κάποια βασικά αγαθά και παράλληλα να στηρίξει την αγορά. Κάτι που έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στη λειτουργία των επιχειρήσεων και κυρίως των μικρομεσαίων.
Πράγματι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν θα δώσουν μία ανάσα και μία «ένεση» ρευστότητας στην πραγματική οικονομία ή όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη, θα ανακουφίσουν κάπως όσους πλήττονται από την ακρίβεια. Μέχρι εκεί όμως. Η αύξηση της επιδότησης στο ρεύμα, η έκτακτη οικονομική ενίσχυση στους πιο ευάλωτους ή το ελάχιστα φθηνότερο καύσιμο –περίπου 40 ευρώ το τρίμηνο θα γλυτώσει ο ιδιοκτήτης ενός ΙΧ- σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν μέτρα που θα στηρίξουν αποτελεσματικά την κοινωνία και θα δώσουν ώθηση για να ξεπεράσουμε τη νέα κρίση. Για παράδειγμα, η αύξηση των δόσεων για την εξόφληση των Επιστρεπτέων Προκαταβολών θα λειτουργήσει προσωρινά ως ένα «μαξιλαράκι ασφαλείας», μεταθέτοντας τις άμεσες απαιτήσεις σε μεταγενέστερο χρόνο, όμως δεν επιλύει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις. Θυμίζω ότι ως επιμελητηριακή κοινότητα είχαμε ζητήσει να μην ισχύσει η υποχρέωση επιστροφής των Επιστρεπτέων Προκαταβολών, ως ένα μέτρο έμπρακτης στήριξης των επιχειρήσεων που επλήγησαν από τις συνέπειες της πανδημίας.
Κατανοούμε τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της Πολιτείας για καθοριστικές παρεμβάσεις, ειδικά στην ενέργεια. Θα πρέπει να παραδεχθεί βέβαια και η κυβέρνηση ότι σήμερα αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα που ήξερε ότι θα παρουσιαστεί. Διαφωνούμε με την τακτική της να συνδυάζει τις υπέρογκες αυξήσεις στην ενέργεια με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το κύμα ανατιμήσεων είχε εμφανιστεί στην αγορά από το φθινόπωρο. Όντως ο πόλεμος επιδείνωσε το πρόβλημα, όμως δεν το προκάλεσε.
Θεωρούμε αναγκαίο λοιπόν να υπάρξει ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σχέδιο αντιμετώπισης της έκτακτης κατάστασης και η κυβέρνηση οφείλει να ασκήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πίεση στους εταίρους μας για να εφαρμοστεί σε όλη την ΕΕ μία πολιτική που θα δίνει ελπίδα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Παρόμοια προβλήματα με την Ελλάδα αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες της Ευρώπης, ειδικά του ευρωπαϊκού νότου και είναι ώρα να αποδειχθεί στην πράξη η περίφημη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Το επόμενο διάστημα θα δούμε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού και περαιτέρω ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά.
Το βέβαιο είναι ότι με μέτρα ανακούφισης και αποσπασματικές δράσεις δεν λύνεται το πρόβλημα. Αντίθετα διογκώνεται και είναι ορατός ο κίνδυνος για μία επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Και προτεραιότητα όλων πρέπει να είναι η εξαφάνιση αυτού του κινδύνου, δίνοντας τη δυνατότητα σε οικονομίες σαν τη δική μας να κάνουν βήματα προς τα εμπρός και όχι προς τα πίσω.