Κορυφαίο στέλεχος της ασφαλιστικής αγοράς με πλούσια εμπειρία, και συνεισφορά δεκαετιών στον κλάδο. Ο λόγος για τον κ. Κωνσταντίνο Μπερτσιά, ο οποίος μέσα από το βιβλίο του με τίτλο «Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» μας «ταξιδεύει» κάπου αλλού: Πίσω στο χρόνο, σε βιώματα του παρελθόντος, όπου η μνήμη όμως τα διατηρεί ανεξίτηλα.  Εκεί που όλα ξεκίνησαν για τον ίδιο.

Γέννημα και θρέμμα της ορεινής Δωρίδας περιγράφει μέσω 18 διηγημάτων, σε προσωπικό και μυθιστορηματικό τόνο, τη ζωή και τις παραστάσεις των ανθρώπων στην περιοχή της κοιλάδας του Μόρνου, την περίοδο πριν δημιουργηθεί η ομώνυμη τεχνητή λίμνη, μέσω της οποίας υδροδοτείται εδώ και μερικές δεκαετίες η πρωτεύουσα της χώρας.

Τα δεκαοκτώ διηγήματα αυτού του βιβλίου αποτελούν εγκώμιο προς έναν κόσμο που η λίμνη εξαφάνισε ολοσχερώς χωρίς όμως να τον σβήσει από τις μνήμες.

Αποτελεί όμως και ένα εφαλτήριο περισυλλογής, «τροφή για σκέψη» για το τι μοντέλο ανάπτυξης εν τέλει επιθυμεί να ακολουθήσει η κοινωνία. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Δεν είμαστε νοικοκύρηδες σε αυτόν τον πλανήτη, μόνο νοικάρηδες»

Το ξεχωριστό βιβλίο του Κ. Μπερτσιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Οροπέδιο»

*Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου

Το 1972 οι πρώτες μπουλντόζες μπαίνουν στον μικρό κάμπο του Μόρνου κοντά στο Λιδωρίκι, στην καρδιά της Στερεάς Ελλάδος, και αρχίζουν τα έργα για την κατασκευή της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Το έργο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ύδρευση της Αθήνας όπου έχει συγκεντρωθεί ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας.

Οι κάτοικοι της περιοχής, που ζούσαν εκεί από πάππου προς πάππον, αναγκάστηκαν να εκκενώσουν άρον-άρον τη γενέθλια γη και να αναζητήσουν νέους τόπους για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Η δυσκολία επιβίωσης των ανθρώπων σε αυτή την κοιλάδα ουδόλως απαλύνει τον πόνο της βίαιης απομάκρυνσης από τις πατρογονικές τους εστίες, και μάλιστα χωρίς καμία ελπίδα επιστροφής.

Τα νερά έπνιξαν χιλιάδες στρέμματα γης αλλά δεν κατάφεραν να καταπνίξουν τα βιώματα που αποτελούν το άυλο διαχρονικό αποτύπωμα της παρουσίας των ανθρώπων σε αυτό τον τόπο.

Τα δεκαοχτώ διηγήματα αυτού του βιβλίου αποτελούν εγκώμιο προς έναν κόσμο που η λίμνη εξαφάνισε ολοσχερώς χωρίς όμως να τον σβήσει από τις μνήμες.

Προ – Κείμενο

“Είχα την τύχη να γεννηθώ και να ζήσω μέχρι τα δεκαοχτώ μου σε μια όμορφη κοιλάδα, που τη διέσχιζε και την τροφοδοτούσε ένα ποτάμι με πλούσια και γάργαρα νερά, ο Μόρνος ποταμός.

Τα νερά του Μόρνου προτίμησε να «απαλλοτριώσει» η υδροκέφαλη πρωτεύουσά μας, η Αθήνα, και με τη δημιουργία μιας τεχνητής λίμνης να τα μεταφέρει στα υδραγωγεία της για να ξεδιψάσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που η κοντόφθαλμη πολιτική του ελληνικού κράτους συγκέντρωσε σε αυτή τη γωνιά της αττικής γης.

Με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις εκδιώχθηκαν από τη γη τους οι κάτοικοι, διαλύθηκαν χωριά με πολύχρονη ιστορία, διερράγησαν οικογενειακή δεσμοί, καταστράφηκε μια ολόκληρη περιοχή με αξιόλογα ιστορικά μνημεία, αλλοιώθηκε το ευρύτερο περιβάλλον και, γενικά, εξαφανίστηκε το αποτύπωμα χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν και έζησαν σε αυτόν τον τόπο. Κι όλα αυτά, έγιναν με πρόσχημα το κοινό καλό και το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον.

Πρέπει να ήταν καμιά σαρανταριά χρόνια πριν όταν, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, αγναντεύοντας τη λίμνη από ψηλά, άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου διάφορες ιδέες, σαν τις πιο πάνω.
Μπορεί και να οφειλόταν στη νοσταλγία που κατά καιρούς με καταλάμβανε. Ο Γιώργος Σεφέρης, αυτό το συναίσθημα το είχε συμπυκνώσει εύστοχα με τις πιο κάτω λιγοστές λέξεις: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό».

Αναρωτιόμουν αν μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την εικόνα του τοπίου, που είναι τώρα σκεπασμένο από τα εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, να τη βάλω δίπλα στην τρέχουσα εικόνα και να κάνω τη σύγκριση. Ποια είναι πιο όμορφη, η παλιά ή η καινούργια; Ποια όμως θα είναι τα κριτήρια επιλογής; Πώς μπορούν αυτές οι εικόνες να μπουν δίπλα-δίπλα και να συγκριθούν, όταν μάλιστα η μία υπάρχει μόνο σαν μνήμη, καταχωνιασμένη κάπου στο μυαλό απ’ όπου πρέπει να αναδυθεί; Πόσο ζωντανή θα μπορούσε να είναι για να σταθεί ισάξια δίπλα σε αυτό που τα μάτια μου βλέπουν άμεσα τώρα; Έτσι άρχισε η άσκηση. Η ανάσυρση τελικά ήταν πιο εύκολη απ’ όσο νόμιζα. Κάποιες φορές η μνήμη εξαφάνιζε τα νερά, που λειτουργούσαν σαν κουρτίνα, και αντίκριζα εκεί μπροστά μου ολοζώ-ντανη την κοιλάδα σε όλο της το πλάτος και το μήκος. Σαν μηχανή του χρόνου λειτουργούσε ο νους μου και κατάφερνε να βλέπει ακόμη και τους ανθρώ-πους του κάμπου ολοζώντανους στις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Αυτή η νοητική άσκηση έδωσε τα πρώτα σπέρματα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Όλο αυτό το διάστημα, που αγωνιζόμουν να βρω τις κατάλληλες λέξεις και τον πρέποντα αφηγηματικό βηματισμό για τη συγγραφή των δεκαοχτώ διηγημάτων αυτού του βιβλίου, ένα μεγάλο ερώτημα μονίμως ερχόταν μπροστά μου:

Έχουμε άραγε ως άνθρωποι, και μάλιστα περαστικοί από αυτόν τον κόσμο, το ηθικό δικαίωμα να καταστρέφουμε τη φύση και το περιβάλλον που μας φιλοξενεί, επικαλούμενοι διάφορες βαρύγδουπες έννοιες, όπως «κοινό καλό», «δημόσιο συμφέρον», «οικονομική ανάπτυξη» ή κάποιες λιγότερο «ενοχοποιητικές», όπως «πράσινη» ή «αειφόρος ανάπτυξη», χωρίς να ορίζουμε επακριβώς τη σημασία τους;

Εάν ως χώρα είχαμε ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν θα συγκεντρωνόταν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας στην Αττική και τότε σίγουρα δεν θα υπήρχε ανάγκη να καταστραφεί η ορεινή Δωρίδα με την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.

Εάν γινόταν σωστή μελέτη, που θα ελάμβανε υπόψη την επαπειλούμενη αισθητική υποβάθμιση των περιοχών τοποθέτησης των αιολικών και ηλιακών πάρκων, δεν θα είχαμε αυτά τα εκτρώματα που αντικρίζουμε σήμερα στα πάλαι ποτέ πανέμορφα βουνά μας.

Εάν οι περιβαλλοντικές μελέτες που γίνονται για κάθε είδους μεγάλα και μικρά έργα εστίαζαν περισσότερο στις αισθητικές συνέπειες, αλλά και στην ιστορική κουλτούρα που κουβαλά κάθε τόπος που θα επηρεαστεί από τη δημιουργία αυτών των έργων, τότε θα ήμασταν μια χώρα που θα απεδείκνυε έμπρακτο σεβασμό για το ένδοξο παρελθόν της και σοβαρή μέριμνα για τις μελλοντικές γενιές από τις οποίες δανείζεται πόρους για την επιβίωσή της.

Πιστεύω πως η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα ενισχύει και τη δική σας πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως κυρίαρχος του πλανήτη, αλλά ως συνδετικός κρίκος για την αρμονική συνύπαρξη έμψυχου και άψυχου κόσμου. Δεν είμαστε νοικοκύρηδες σε αυτόν τον πλανήτη, μόνο νοικάρηδες.

Κωνσταντίνος Γεωργίου Μπερτσιάς
Ιούνιος 2021