Η πανδημική κρίση και η επιβολή μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας με σκοπό τον έλεγχο της εξάπλωσής της, σε κλάδους όπως το εμπόριο, ο τουρισμός και η ψυχαγωγία, επηρέασαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη και, κατ’ επέκταση, τις αποταμιεύσεις τους, τονίζει η Alpha Bank στην τακτική έκδοσή της για την οικονομία.
Ένα χαρακτηριστικό της τρέχουσας κρίσης είναι ότι οδήγησε στην κατακόρυφη πτώση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ, παράλληλα, συνέβαλε καθοριστικά στη σημαντική άνοδο των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά μέτρα για την ελάφρυνση των υποχρεώσεων των νοικοκυριών, τη στήριξη της απασχόλησης και την τόνωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δυναμική του διαθέσιμου εισοδήματος, της κατανάλωσης και της αποταμίευσης.
Στο παρόν Δελτίο η τράπεζα αναλύει:
Πρώτον, την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος, της καταναλωτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, της αποταμίευσης των νοικοκυριών, κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2020,
Δεύτερον, τις πηγές της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, στο ίδιο διάστημα,
Τρίτον, την πορεία των καταθέσεων των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων, το 2020, στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη,
Τέταρτον, τη συμβολή των έκτακτων μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων και των απασχολουμένων που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση, στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αλλά και στην αύξηση των διαθέσιμων αποταμιευτικών πόρων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων μειώθηκε κατά 1,1%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους, ενώ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 είχε σημειώσει ετήσια αύξηση ύψους 3,8%. Παράλληλα, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκε σημαντικά περισσότερο, κατά 5,4%, σε ετήσια βάση.
Ως εκ τούτου, η ακαθάριστη αποταμίευση, η οποία αποτελεί το μέρος του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος που δεν καταναλώνεται, ήταν θετική και διαμορφώθηκε σε 2,3% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι -2,2%, το πρώτο εννεάμηνο του 2019.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα, δηλαδή από το 2010 μέχρι και το 2016, τόσο το διαθέσιμο εισόδημα, όσο και η ιδιωτική κατανάλωση ακολούθησαν έντονα πτωτική πορεία, ενώ η αποταμίευση πέρασε σε αρνητικό έδαφος το 2012. Από το 2017, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα και την αύξηση της απασχόλησης, η τελική καταναλωτική δαπάνη και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών άρχισαν, σταδιακά, να ανακάμπτουν. Η αποταμίευση, ωστόσο, παρέμεινε αρνητική, μέχρι και το 2019, γεγονός που συνεπάγεται ότι, την οκταετία 2012-2019, τα νοικοκυριά χρησιμοποίησαν αποταμιεύσεις προηγουμένων ετών, προκειμένου να καλύψουν μέρος των καταναλωτικών αναγκών τους αλλά και τις φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις τους. Η συνολική μείωση του αποθέματος των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, διαμορφώθηκε σε Ευρώ 39,8 δισ.
Ο εντονότερος ετήσιος ρυθμός μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης, κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2020, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, είχε ως αποτέλεσμα το διαθέσιμο εισόδημα να υπερβεί την τελική ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη και ως εκ τούτου η αποταμίευση των νοικοκυριών να λάβει θετικό πρόσημο, για πρώτη φορά από το 2011.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα έντονων διακυμάνσεων, καθώς η αποταμίευση ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος διαμορφώθηκε σε -3% το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε 8,8% το δεύτερο τρίμηνο του έτους -κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown- και σε 0,9%, το τρίτο τρίμηνο του 2020.
Εξαιτίας της υγειονομικής φύσης της κρίσης και της επιβεβλημένης κοινωνικής αποστασιοποίησης, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν μεγαλύτερη σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως στις μεταφορές, στα ταξίδια, στις διακοπές και στις δραστηριότητες ψυχαγωγίας και μικρότερη στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Στη συγκράτηση της πτώσης στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά συνέβαλε η αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου που αντιστάθμισε, εν μέρει, την αρνητική επίπτωση της τρέχουσας κρίσης.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Bank of Ireland, “The impact of Covid-19 on consumer spending”, December 2020 / Bank of England, “How has Covid affected household savings”, November 2020), η αποταμίευση των νοικοκυριών χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και ιδιαίτερα εκείνων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημική κρίση (περιλαμβάνουν ανέργους, εργαζομένους με μειωμένες ώρες απασχόλησης, ασθενείς κ.ά.) μειώθηκε, αφού ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους αφορά ανελαστικές δαπάνες και είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, θέρμανση κ.λπ.).
Αντίθετα, τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν εκείνα που συσσώρευσαν αποταμιεύσεις, διότι μείωσαν, σε μεγάλο βαθμό, τις δαπάνες για διακοπές, ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες δηλαδή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος, κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2020, οφείλεται στη σημαντική μείωση που σημειώθηκε, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, κατά 5,6%, σε ετήσια βάση, ενώ, το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο, καταγράφηκαν αυξήσεις, κατά 1,1% και 1,6%, αντίστοιχα. Είναι σημαντικό να διερευνηθεί, επιπλέον, η χρηματοοικονομική σύνθεση της αύξησης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Οι επιμέρους συνιστώσες από την πλευρά των εσόδων (πηγές) είναι το εισόδημα από εξαρτημένη μισθωτή εργασία, το λειτουργικό πλεόνασμα/μικτό εισόδημα (το οποίο περιλαμβάνει τα κέρδη των ατομικών επιχειρήσεων, τις αμοιβές των αυτοαπασχολούμενων και τα εισοδήματα από ενοίκια), οι κοινωνικές παροχές εκτός από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (συντάξεις και επιδόματα) και το εισόδημα περιουσίας (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια από χρήση γης).
Συγκεκριμένα, από την έναρξη της πανδημικής κρίσης, δηλαδή κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του προηγούμενου έτους, αρνητικές στο διαθέσιμο εισόδημα ήταν οι συμβολές των αμοιβών της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, του λειτουργικού πλεονάσματος/μικτού εισοδήματος αλλά και του εισοδήματος περιουσίας (συνολικά, -7,7 και -4,3 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα).
Από την άλλη πλευρά, τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στη διαμόρφωση του διαθέσιμου εισοδήματος είχε, κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2020, η μείωση της φορολογίας (1,3 και 5,9 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα). Στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, σημαντική ήταν, επίσης, η θετική συνεισφορά των λοιπών τρεχουσών μεταβιβάσεων (0,9 ποσοστιαίες μονάδες). Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του 2020, αντιστάθμισαν, εν μέρει, τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας Covid-19 στο εισόδημα από εργασία και τα έσοδα των επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, λειτούργησαν ως ισχυροί πρόσθετοι σταθεροποιητές της οικονομίας.
Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020, πρωτίστως, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της πτώσης του εισοδήματος από εξαρτημένη μισθωτή εργασία αλλά και των εσόδων των επιχειρήσεων, συνάδει με την πορεία των προβλέψεων των καταναλωτών για άνοδο της ανεργίας το επόμενο δωδεκάμηνο.
Μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, το τρίτο τρίμηνο του 2020, μειώθηκε ελαφρώς το ποσοστό των καταναλωτών που εκτιμούν ότι η ανεργία θα αυξηθεί, καθώς ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε σε 65,7 μονάδες, ενώ, το τέταρτο τρίμηνο, κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown, αυξήθηκε εκ νέου σε 67,7 μονάδες.
Η αύξηση των αποταμιεύσεων, επομένως, συνδέεται, αφενός, με την αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία σχετικά με τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης αλλά και την απώλεια του διαθέσιμου εισοδήματος (“προληπτική” αποταμίευση) και, αφετέρου, με τη μειωμένη καταναλωτική δαπάνη (“αναγκαστική” αποταμίευση, καθώς οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν -σε ένα βαθμό- εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας). Η εξέλιξη αυτή οδήγησε, επιπρόσθετα, στην άνοδο των καταθέσεων των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο, σε 8,5%. Άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη, από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης να έχει διαμορφωθεί, στο τέλος του 2020, σε 7,6%.
Επιπλέον, σημαντική άνοδος καταθέσεων σημειώθηκε και από την πλευρά των επιχειρήσεων. Ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ανήλθε, τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα, σε 39,1%. Το τελευταίο ήταν αποτέλεσμα της συγκράτησης των δαπανών, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 για την εξέλιξη των εργασιών των επιχειρήσεων και των εσόδων τους, καθώς και για τη ρευστότητά τους, αλλά και των έκτακτων μέτρων που υιοθετήθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση με σκοπό τη στήριξη των επιχειρήσεων (παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία διοχετεύτηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος, αναστολή πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων, εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.). Αξιοσημείωτη αύξηση των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη, αν και ηπιότερη σε σύγκριση με την Ελλάδα, καθώς ο ετήσιος ρυθμός αύξησης, τον Δεκέμβριο, διαμορφώθηκε σε 19,2%.
Οι βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία και την ταχύτητα ανάκαμψης είναι το πόσο αυξήθηκαν οι αποταμιεύσεις συνολικά, ποια νοικοκυριά εκτιμάται ότι αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους και πως σκοπεύουν να τις αξιοποιήσουν, αλλά και ποια θα είναι η αναμενόμενη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στην οικονομία (Next Generation EU – NGEU).
Όπως προαναφέρθηκε, τα νοικοκυριά που ανήκουν σε υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια εκτιμάται ότι αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους, κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά που ανήκουν σε χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια. Ωστόσο, έχει εκτιμηθεί ότι τα νοικοκυριά με υψηλά εισοδήματα χαρακτηρίζονται από μικρότερη, οριακή ροπή προς κατανάλωση, συγκριτικά με τα υπόλοιπα (“Estimating the Marginal Propensity to Consume Using the Distributions of Income, Consumption, and Wealth”, Federal Reserve Bank of Boston, 2019).
Αυτή η διαπίστωση ,σε συνδυασμό με το επιχείρημα ότι η ανάκαμψη, μετά από μια ύφεση που προκλήθηκε λόγω πτώσης της ζήτησης υπηρεσιών, τείνει να είναι πιο αργή συγκριτικά με την ανάκαμψη μετά από μια ύφεση που προκλήθηκε από πτώση της ζήτησης αγαθών (“Demand Composition and the Strength of Recoveries”, Beraja, M. and Wolf, C. 2020), δημιουργεί αβεβαιότητα για την πορεία και την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας.
Αυτή η αβεβαιότητα βασίζεται στο επιχείρημα ότι οι υπηρεσίες δημιουργούν λιγότερη «συμπιεσμένη» ζήτηση (pent-up demand) σε σύγκριση με τα καταναλωτικά αγαθά. Ένα διαισθητικό παράδειγμα είναι ότι τα νοικοκυριά είναι μάλλον απίθανο να διπλασιάσουν τις διακοπές στο εξωτερικό, το 2021, προκειμένου να αντισταθμίσουν την έλλειψη ταξιδιών στο εξωτερικό, το 2020.
Ενδεικτική είναι η πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας που υποστηρίζει ότι μόνο το 10% των νοικοκυριών που αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους σκοπεύει να δαπανήσει αυτά που αποταμίευσε. Το 70% σκοπεύει να διατηρήσει τις αποταμιεύσεις του σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ οι υπόλοιποι προτίθενται να αποπληρώσουν χρέη, να επενδύσουν, ή να αυξήσουν τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις τους. Παράλληλα, και οι επιχειρήσεις, μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, πιθανότατα, θα χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους προκειμένου να καλύψουν υποχρεώσεις που προς το παρόν έχουν αναβληθεί (φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.) αλλά και τα συνήθη (προ της πανδημίας) λειτουργικά έξοδά τους (ενοίκια, μισθούς κ.λπ.)
Τέλος, θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε τη σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης στη συνεκτίμηση των προηγούμενων παραγόντων για την οικονομική ανάκαμψη. Η συσσώρευση αποταμιεύσεων και, κατ’ επέκταση, η άνοδος της καταθετικής βάσης των τραπεζών, το 2020, είναι σημαντική, πρώτον, για την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών στη μεταπανδημική περίοδο και τη συγκράτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και, δεύτερον, για την ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας για τη συγχρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων που θα ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης, από το τραπεζικό σύστημα.