Οι πολλαπλές, πρωτόγνωρες και αυξημένες ανάγκες που δημιουργεί το νέο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις καθιστούν απαραίτητη τη λήψη νομικών συμβουλών και δράσεων.

Τους τελευταίους μήνες, οι δικηγορικές εταιρείες καλούνται να διεκπεραιώσουν έναν αυξημένο όγκο απαιτήσεων, που προκύπτει από τα νέα οικονομικά και εργασιακά δεδομένα, αλλά και τα «εργαλεία» που έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.

Δεδομένου του ότι τίθενται σε ισχύ διαφορετικά μέτρα για κάθε επιχειρηματικό κλάδο, οι περισσότεροι επιχειρηματίες προτιμούν να απευθυνθούν σε μια δικηγορική εταιρεία και όχι σε ένα απλό δικηγορικό γραφείο, γνωρίζοντας καλά ότι η πρώτη διαθέτει το εξειδικευμένο προσωπικό για να λύσει μια σειρά από ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα κάθε επιχείρηση, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη.

Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι, πέραν των θεμάτων χρηματοδότησης και πληρωμών, έχουν προκύψει μια σειρά ζητημάτων τα οποία έχει πυροδοτήσει η εκτίναξη του ηλεκτρονικού εμπορίου (ασφάλεια, GDPR), η τηλεργασία, η σύναψη ηλεκτρονικών συμβάσεων κ.λπ.

Η σημερινή οικονομική πραγματικότητα στηρίζεται σε θεσμικό πλαίσιο πολύπλοκο και δαιδαλώδες, με θεσμούς που συνεχώς εξελίσσονται, νέους θεσμούς, πρωτόγνωρους, που δεν χωρούν στα πλαίσια του γνωστού αστικού και εμπορικού δικαίου. Επομένως, συσσωρεύεται τεράστιος όγκος κανονιστικών ρυθμίσεων, του οποίου η τιθάσευση απαιτεί εξειδίκευση.

Επίσης, τα οικονομικά και επιχειρηματικά σχήματα έχουν ανάγκη να αντιμετωπίσουν τα θέματά τους από πολλές πλευρές δικαίου. Σε κάθε συναλλαγή εμπλέκονται θέματα αστικού, εμπορικού, οικονομικού, φορολογικού, χρηματιστηριακού, ποινικού, ευρωπαϊκού, τραπεζικού και άλλων τομέων του δικαίου.

Ποιες είναι, λοιπόν, οι νέες υπηρεσίες που προσφέρουν στις επιχειρήσεις οι δικηγορικές εταιρείες και ποιες ανάγκες έρχονται να καλύψουν στο νέο επιχειρηματικό και οικονομικό περιβάλλον;

 Ο κ. Νικόλας Κανελλόπουλος, διαχειριστής εταίρος της δικηγορικής εταιρείας «Νικόλας Κανελλόπουλος-Χαρά Ζέρβα & Συνεργάτες» και πρόεδρος του Ινστιτούτου για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO), αναφέρει ότι «η πρόοδος της τεχνολογίας, οι καινούργιες μορφές συναλλαγών, καθώς και η νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε μετά την πανδημία του Covid-19, οδήγησαν στην ψηφιοποίηση των περισσότερων καθημερινών δραστηριοτήτων και τη δημιουργία νέου επιχειρηματικού και οικονομικού περιβάλλοντος και ενός ιδιαίτερα περίπλοκου νομικού πλαισίου, με το οποίο οι δικηγορικές εταιρείες καλούνται να συμμορφωθούν, προσαρμόζοντας αναλόγως και τις υπηρεσίες που προσφέρουν.

Ειδικότερα, οι δικηγορικές εταιρείες έρχονται να καλύψουν νέες, αυξημένες ανάγκες, οι οποίες αφορούν σε όλους τους τομείς δικαίου και κυρίως στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στην ασφάλεια των πληροφοριακών μέσων και συστημάτων.

Σημειώνεται δε ότι παρατηρήθηκε αλλαγή της καταναλωτικής συνήθειας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του e-Commerce και των e-shop, καθώς και του τρόπου εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, που έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αξιοποίηση τεχνολογικών εφαρμογών και “εργαλείων” για την εκτέλεση τηλεργασίας, την επίτευξη επικοινωνίας και της πραγματοποίησης μαθημάτων από εκπαιδευτικά ιδρύματα ιδίως μέσω βιντεοκλήσεων, και τη σύναψη ηλεκτρονικών συμβάσεων.

Οι ως άνω καταστάσεις δημιούργησαν αφενός ζητήματα συμμόρφωσης με τον GDPR, καθώς και ποικιλόμορφα εργασιακά ζητήματα, αφετέρου την αδήριτη ανάγκη εξειδικευμένων νομικών και “προληπτικών” συμβουλευτικών υπηρεσιών παρεχόμενων από τις δικηγορικές εταιρείες για τις υποχρεώσεις των πελατών τους, που απορρέουν κυρίως από το νέο και διαρκώς μεταβαλλόμενο κανονιστικό πλαίσιο».

Από την πλευρά της, η κ. Αλεξάνδρα Πέτσα, εταίρος στη «Σαρδελάς-Πέτσα Δικηγορική Εταιρεία», απαντά στο συγκεκριμένο ερώτημα: «Το νέο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον έχει επηρεαστεί αναπόφευκτα από την πανδημία και διαφαίνεται η επίδραση αυτή να έχει μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες.

Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από νομική αρωγή και νομικές λύσεις που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις νέες μορφές ευέλικτης εργασίας εξ αποστάσεως, τη συνέχεια της επιχείρησης υπό αντίξοες συνθήκες (business continuity), τη δραστηριοποίηση σε ψηφιακό περιβάλλον, την ανεύρεση ευέλικτων εργαλείων ρευστότητας κ.τ.λ.

Στο νέο αυτό περιβάλλον, το οποίο δεν έχει πρόσφατο και άρα συγκρίσιμο ιστορικό προηγούμενο, οι δικηγορικές εταιρείες καλούνται να υιοθετήσουν άμεσα μια πιο ευέλικτη και ολιστική προσέγγιση στην παροχή των υπηρεσιών τους, αφενός ενσωματώνοντας στη νομική υποστήριξη και πρακτικές επιχειρηματικές συμβουλές στη βάση των νέων δεδομένων και αφετέρου δημιουργώντας σύνθετες νομικές υπηρεσίες και πακέτα υπηρεσιών που να καλύπτουν όλους τους παραπάνω σημαντικούς τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Το “κλειδί” της επιτυχίας για να ανταποκριθούν οι δικηγορικές εταιρείες στον ρόλο τους, κατά τη γνώμη μας, έγκειται στην έγκαιρη –στο μέτρο του εφικτού– διάγνωση, ανάλυση και κατανόηση των νέων αναγκών που προκύπτουν στη βάση των νέων δεδομένων και στην παροχή νομικής υποστήριξης, συνδυάζοντας τη νομική γνώση και εμπειρία του παρελθόντος με την ευελιξία και προσαρμοστικότητα, άρα και εξελισσιμότητα, που απαιτούν οι περιστάσεις».

Ωστόσο, πώς ανταποκρίνονται οι δικηγορικές εταιρείες στη δημιουργία νέων θεσμών και τη διόγκωση του κανονιστικού πλαισίου, που απαιτεί εξειδίκευση, αλλά και συντονισμό;

 Η κ. Πέτσα αναφέρει: «Οι δικηγορικές εταιρείες έχουν το πλεονέκτημα της στελέχωσης τμημάτων, καθένα από τα οποία αποτελείται από δικηγόρους εξειδικευμένους σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα καθημερινής ενημέρωσης, επικαιροποίησης και απόκτησης εμπειρίας αναφορικά με το συνεχώς μεταβαλλόμενο νομοθετικό, κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο, στοιχεία απαραίτητα για την εξεύρεση καινοτόμων αλλά και ασφαλών νομικά λύσεων.

Ταυτόχρονα, η ορθή εσωτερική οργάνωση μιας δικηγορικής εταιρείας απαιτεί την ύπαρξη ενός οργανογράμματος το οποίο εμπεριέχει σε θέσεις-“κλειδιά” έμπειρους δικηγόρους, με συντονιστικό ρόλο, οι οποίοι συνθέτουν τις διάφορες εξειδικεύσεις, μέσω ομάδων εργασίας, για την αντιμετώπιση όλων των θεμάτων που αφορούν μια συγκεκριμένη ανατεθείσα υπόθεση ή έργο. Αυτό που συνειδητοποιούμε από την εμπειρία μας είναι ότι, εν τέλει, στη νομική υπηρεσία, η σωστή δηλαδή αποτελεσματική προσέγγιση του εκάστοτε νέου θεσμού, νόμου κ.τ.λ. είναι η σωστή, από συστηματικής άποψης, ενσωμάτωσή του στην ήδη υπάρχουσα έννομη τάξη, ώστε να δημιουργείται μια απρόσκοπτη εξελικτική συνέχεια και συνέπεια των πραγμάτων».

Στο ίδιο ερώτημα ο κ. Κανελλόπουλος επισημαίνει: «Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εταιρείες σε νομικό επίπεδο είναι η συνεχής ανάγκη προσαρμογής των διαδικασιών και πολιτικών τους στο διαρκώς μεταβαλλόμενο εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο και στα νέα δεδομένα, ιδίως κατά τη διάρκεια της μετά-κορωνοϊού εποχής.

Οι δικηγορικές εταιρείες αποτελούν αρωγό στον τρόπο παροχής υπηρεσιών, καθώς τα σύνθετα νομικά σχήματα αξιοποιούν ευρύτερο δίκτυο εξειδικευμένων συνεργατών, συνεπικουρώντας με ταχύτητα και επάρκεια τους πελάτες τους στη διαχείριση μεγαλύτερου και σύνθετου όγκου και είδους υποθέσεων.

Το νέο αυτό περιβάλλον συναρτάται με ειδική και πολύπλοκη νομοθεσία, ειδικά νομικά θέματα, όπως τα προσωπικά δεδομένα (GDPR), που επενεργούν σε όλες τις έννομες σχέσεις. Συγχρόνως, το εθνικό φορολογικό σύστημα, γνωστή νομική “κινούμενη άμμος”, χρήζει εξειδικευμένης νομικής υποστήριξης. Το λεπτομερές και τυπολατρικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, αλλά και οι συμφύσεις του με το ιδιωτικό δίκαιο στις ΣΔΙΤ απαιτούν εξειδικευμένη ad hoc γνώση.

Επιπρόσθετα, εξειδίκευση απαιτούν τόσο το δίκαιο της αφερεγγυότητας, που μετεξελίσσεται, επιταχύνοντας τη μείωση των κόκκινων δανείων, όσο και το δίκαιο της ενέργειας, που προωθεί την ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Επιπλέον, το νέο κανονιστικό πλαίσιο επηρεάζεται πλέον άμεσα και από τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση, η οποία καθίσταται νομικό εργαλείο με πνεύμα υποχρεωτικότητας. Ακόμη, οι νέες τεχνολογίες διογκώνουν το ηλεκτρονικό εμπόριο, δημιουργώντας ζητήματα ασφάλειας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ της εκτεταμένης πλέον εισόδου μας σε μια νέα εποχή, την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία μας καλεί να ανταποκριθούμε με εξειδικευμένη νομική γνώση και ευρύ δίκτυο συνεργατών, με επάρκεια και εμπειρία ανά γνωστικό αντικείμενο, στις αχαρτογράφητες νέες ανάγκες που χαράσσουν την πορεία στο μέλλον».

O ομότιμος καθηγητής δρ Κωνσταντίνος Δ. Κρεμαλής, διαχειριστής-εταίρος στην «Κρεμαλής-Δικηγορική Εταιρεία», μέλος της Ius Laboris Greece και Global HR Lawyers, επισημαίνει ότι καθοριστικής σημασίας ρόλο στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα της αγοράς των επιχειρήσεων διαδραματίζει η νομικά προσανατολισμένη στρατηγική τους.

Ειδικότερα, αναφέρει: «Η διεθνοποίηση των αγορών, σε συνδυασμό με τη διαρκή αύξηση των νέων μορφών συναλλαγών των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και η αναγκαιότητα να ανταποκρίνονται στις συνεχείς νομοθετικές μεταβολές, ιδίως κατά τη νέα αυτή προβληματική λόγω της πανδημίας περίοδο, οδήγησε τις επιχειρήσεις στην προτίμηση συνεργασίας τους με δικηγορικές εταιρείες υψηλής αλλά και πολυσχιδούς ειδίκευσης αντί των παραδοσιακών και μικρότερων δικηγορικών γραφείων.

Οι λόγοι διαμόρφωσης της προτίμησης αυτής έγκεινται, ως επί το πλείστον, στην εκτεταμένη ειδίκευση του επιστημονικού ανθρώπινου δυναμικού τους, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα χειρισμού μεγαλύτερου εύρους υποθέσεων, καλύπτοντας κάθε συναλλακτική ανάγκη, είτε αυτή αφορά στην εσωτερική λειτουργία της επιχείρησης και τη διαχείριση των σχέσεών της με το προσωπικό της, όσο και στις σχέσεις της με τρίτους και με το κράτος.

Ειδικότερα, μέσω μιας δικηγορικής εταιρείας υφίσταται η δυνατότητα παροχής στον εκάστοτε πελάτη one-stop shop υπηρεσιών από εξειδικευμένους δικηγόρους, με δυνατότητα εξυπηρέτησης αναγκών διαφορετικών κλάδων δικαίου, έχοντας την πείρα και τη γνώση που απαιτούν η νομική επικαιρότητα και η ιδιαιτερότητα της κάθε μεμονωμένης υπόθεσης. Ως εκ τούτου, είθισται η πλειοψηφία των σύγχρονων επιχειρήσεων να αναθέτουν το σύνολο των υποθέσεών τους σε μια δικηγορική εταιρεία ικανή να συνδράμει στη διαρκή νομική υποστήριξή τους όσον αφορά τα συνήθη ζητήματα εταιρικού δικαίου, καθώς επίσης τη διεκπεραίωση διαδικασιών για την κατοχύρωση εμπορικών σημάτων, τη διεκδίκηση και είσπραξη εμπορικών απαιτήσεων, την παροχή συμβουλών σε διαδικασίες αφερεγγυότητας, όπως επίσης και τα ακανθώδη ζητήματα που άπτονται του φορολογικού και διοικητικού δικαίου κ.ά.

Παράλληλα, καθοριστικό παράγοντα για τα οικονομικά αποτελέσματα μιας επιχείρησης συνιστά το μισθολογικό και κοινωνικοασφαλιστικό κόστος του προσωπικού της, καθώς δεν πρόκειται για μια εφάπαξ επιβάρυνση, αλλά για ένα πάγιο ανελαστικό κόστος, αφού απορρέει από διαρκείς έννομες σχέσεις με ισχυρή νομοθετική προστασία.

Συνεπώς, εξέχουσας σπουδαιότητας έχει αποδειχθεί η ανάγκη συμβουλευτικής και δικαστηριακής υποστήριξης από μια εξειδικευμένη σε ζητήματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου δικηγορική εταιρεία, για την επιδίωξη μιας επιτυχημένης επιχειρησιακής στρατηγικής, οι μέθοδοι και τα “εργαλεία” της οποίας ποικίλλουν ως προς τον εντοπισμό προβλημάτων και δυσλειτουργιών της “οργανωτικής ικανότητας” της επιχείρησης, διαμόρφωση κωδίκων δεοντολογίας και κανονισμού εργασίας, σχεδιασμός και εφαρμογή ειδικών εταιρικών πολιτικών, όπως πολιτικής Υγείας και Ασφάλειας (Health and Safety Policy), πολιτικής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Data Protection Policy), πολιτικής Πληροφοριακών Συστημάτων (IT Policy), Εργασιακής Αποδοτικότητας κ.ά., καθώς επίσης διαμόρφωση πολιτικής Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, και, τέλος, η υποστήριξή της στην επίλυση εργασιακών συγκρούσεων και διαφορών σε περιπτώσεις καταγγελίας ατομικών ή και συλλογικών συμβάσεων εργασίας».

Τι είναι και πώς λειτουργούν οι δικηγορικές εταιρείες;

 Φέτος, κλείνουν 10 χρόνια από την ίδρυση του Συνδέσμου Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδος (ΣΔΕΕ).

Πρώτος πρόεδρος, κατά το ιδρυτικό στάδιο, ήταν ο αείμνηστος Τρύφων Κουταλίδης. Πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος ο δικηγόρος Ιωάννης Δρυλλεράκης. Τον διαδέχθηκε ο αείμνηστος Λεωνίδας Γεωργόπουλος. Τον Λεωνίδα Γεωργόπουλο διαδέχθηκε ο Μάριος Μπαχάς, τον οποίο διαδέχθηκε ο σημερινός πρόεδρος, Στάθης Ποταμίτης.

Ο κ. Ιωάννης Κ. Δρυλλεράκης, διευθύνων εταίρος της δικηγορικής εταιρείας «Δρυλλεράκης & Συνεργάτες» και πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος του ΣΔΕΕ, αναφέρει: «Η δικηγορική εταιρεία (ΔΕ) είναι μια ειδική περίπτωση “αστικής επαγγελματικής εταιρείας” και το χαρακτηριστικό της παραμένει ότι όχι μόνο δεν έχει κεφαλαιουχικό χαρακτήρα, αλλά και το ότι ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματός της αποτελεί η υποχρεωτική προσφορά των δικηγορικών υπηρεσιών των μελών της. Οι εταίροι της ασκούν τη δικηγορία μόνο μέσω της εταιρείας και όχι ατομικά, ενώ απαγορεύεται η συμμετοχή σε ΔΕ ως εταίρου προσώπου που δεν είναι δικηγόρος.

Ο Σύνδεσμος Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδος (ΣΔΕΕ) ιδρύθηκε όχι ως συνδικαλιστικός φορέας, αφού ο δικηγορικός σύλλογος παραμένει ο θεσμικός εκπρόσωπος των νομικών υπηρεσιών και αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά ως όργανο για να βοηθήσει την εξέλιξη του θεσμού και την προαγωγή του, προκειμένου να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να αναβαθμίσει τις νομικές υπηρεσίες προς τους ιδιώτες αλλά και το κράτος, που στο παρελθόν σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις αντιμετώπιζε την ανάγκη προσφυγής σε αλλοδαπά γραφεία με αυξημένο κόστος και όλες τις δυσχέρειες που προκύπτουν από τη διαφορετική νομική κουλτούρα.

Ο παραπάνω “sui generis” χαρακτήρας της ΔΕ, μοναδικός στο δίκαιο των εταιρειών (παρόμοια ρύθμιση ισχύει μόνο για τους συμβολαιογράφους), είναι φυσικό να απαιτεί ειδικές ρυθμίσεις των ιδιαίτερων καταστάσεων που δημιουργούνται.

Έργο του ΣΔΕΕ είναι η προβολή και η αναγνώριση του θεσμού και της σημασίας του και η εξασφάλιση της συνδρομής των δικηγορικών συλλόγων στην προσπάθεια κανονιστικής ρύθμισής του. Η έννοια της δικηγορικής εταιρείας είναι άγνωστη σε πάρα πολλούς, ακόμη και στον χώρο της δικαιοσύνης.

Τα μεγαλύτερα σχήματα επέβαλε η ανάγκη εξειδίκευσης του δικηγόρου αλλά και η συνεργασία πολλών ειδικοτήτων και η τεχνολογική πρόοδος, που δεν αρκείται πια σε μια γραφομηχανή και ένα τηλέφωνο, αλλά απαιτεί ηλεκτρονικούς υπολογιστές, προγράμματα, εκτυπωτές έγχρωμους και μη, παρακολούθηση της νομικής φιλολογίας με ενημερωμένες βιβλιοθήκες, συνδέσεις με τράπεζες νομικών πληροφοριών, παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων και ένα σωρό άλλες δαπάνες ή επενδύσεις, που ασφαλώς είναι πολυτέλεια για έναν και μόνο χρήστη.

Ο Κώδικας Δικηγόρων όμως απαγόρευε παντελώς τη σύσταση δικηγορικών εταιρειών και τη μέσω αυτών άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, ως ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του “άμισθου δημόσιου λειτουργού”, χαρακτηρισμού τον οποίο οι δικηγόροι έφεραν με υπερηφάνεια, άσχετα από το αν ανταποκρινόταν σε μια θεσμική πραγματικότητα.

Τελικά, οι εξελίξεις επέβαλαν την τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων, ώστε να επιτραπεί η σύσταση εταιρειών. Παρά ταύτα, ελλείψει κανονιστικού νομικού πλαισίου, μόνο η συνεργατική δικηγορία συνηθιζόταν στην πράξη, που κατ’ αρχήν πήρε τη μορφή της συστέγασης ή της άτυπης εταιρείας, κι ενώ όλοι οι άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες (μηχανικοί, λογιστές κ.λπ.) είχαν τη δυνατότητα να συνιστούν ελευθέρως εταιρείες για να ασκούν το επάγγελμά τους, για τους δικηγόρους η δυνατότητα αυτή παρασχέθηκε μόλις το 1989 με το ΠΔ 518/1989!

Ήταν όμως προφανές ότι ο συντάκτης του ως άνω νομοθετήματος αντιμετώπισε τις ΔΕ όχι ως μορφή ανάπτυξης και προόδου, αλλά μάλλον ως αναγκαίο κακό. Για τον λόγο αυτό, κατά την πρώτη εξαετία του θεσμού (1989-1995), συστήθηκαν μόνο πέντε εταιρείες (από τις οποίες οι δύο διαλύθηκαν), στη δε δεύτερη πενταετία (1996-1999) επίσης μόνο πέντε. Μέχρι την έκδοση του ΠΔ 81/2005, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά 41, αλλά μόνο μετά τη ρύθμιση του φορολογικού καθεστώτος.

Ο θεσμός της δικηγορικής εταιρείας είναι ο μόνος που μπορεί να ανταποκριθεί σε άλλης μορφής ανάγκες, τις οποίες ασφαλώς δεν μπορεί να καλύψει η ανεξάρτητη άσκηση της δικηγορίας. Οι δικηγορικές εταιρείες επιτρέπουν την κατανομή εργασίας και την εξειδίκευση, ώστε να μπορεί ενιαία η δικηγορική εταιρεία να αντιμετωπίσει τα πολύπλοκα νομικά θέματα κάθε πελάτη και κάθε υπόθεσης. Έτσι μπορεί να εξυπηρετηθεί ο πελάτης καλύτερα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται δικηγορική ύλη, που πάντοτε υπήρχε αλλά δεν εμφανιζόταν, αφού δεν υπήρχε η πηγή ικανοποιήσεώς της.

Ακόμη, με τον τρόπο αυτό, δημιουργούνται νομικές μονάδες ικανές να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των ξένων μεγάλων δικηγορικών γραφείων, τα οποία στο παρελθόν μονοπώλησαν τη νομική υποστήριξη των μεγάλων έργων εις βάρος των Ελλήνων δικηγόρων.

Επίσης, οι δικηγορικές εταιρείες, με το μέγεθός τους, καθιστούν δυνατό τον τεχνολογικό εξοπλισμό τους με σύγχρονα μέσα, απαραίτητα πια για την ταχύτατη ανταπόκριση στις επιτακτικές και επείγουσες ανάγκες της καθημερινότητας, και αποτελούν φυτώρια αναπτύξεως των νέων δικηγόρων, που, υπό την κάλυψη εμπειρότερων συναδέλφων, μπορούν να εξελιχθούν με ασφάλεια.

Το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα δεν παρέχει κανένα επαγγελματικό εφόδιο στους αποφοίτους των νομικών σχολών, λόγω καθαρά θεωρητικού προσανατολισμού. Τέλος, ο αριθμός των συνεργαζόμενων δικηγόρων επιτρέπει καλύτερο προγραμματισμό, κάλυψη σε περίπτωση αναγκαστικής αποχής του δικηγόρου και, επομένως, δυνατότητα για ευπρεπέστερη άσκηση του επαγγέλματος.

Αλλά και για τους νέους δικηγόρους, που επιθυμούν να ενταχθούν σε μεγάλα γραφεία, δίνει τη δυνατότητα των συνδυασμών, της συνεργασίας, της κατανομής και όλων των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τη συνένωση δυνάμεων.

Φυσικά, η εταιρεία δεν είναι πανάκεια, ούτε ιδεατή μορφή επαγγελματικής άσκησης. Κουβαλά όλα τα προβλήματα της συνεργασίας και συνύπαρξης ανθρώπων και υποφέρει από τον ατομισμό και τις δυσχέρειες, τις οποίες προκαλεί σε κάθε συλλογική προσπάθεια, “άθλημα” στο οποίο δεν διαπρέπουμε στην Ελλάδα. Αυτό όμως είναι θέμα δικηγόρων και όχι ΔΕ».

Γιατί όμως να ιδρύονται δικηγορικές εταιρείες; Και πώς αυτές πρέπει να δουλεύουν ώστε η προσφορά τους να ικανοποιεί την πελατεία τους και το κοινωνικό σύνολο καλύτερα;

 Στο ερώτημα αυτό απαντά ο κ. Μάριος Μπαχάς, senior partner της δικηγορικής εταιρείας «Μπαχάς Γραμματίδης και Συνεταίροι», τ. πρόεδρος του ΔΣ του ΣΔΕΕ: «Στις δικηγορικές εταιρείες που ιδρύονται για να λειτουργήσουν ουσιαστικά και στα πρότυπα των αλλοδαπών δικηγορικών εταιρειών πρέπει να αναζητήσουμε τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.

Η αφετηρία γίνεται συνήθως από τον γηραιότερο των συνεταιριζομένων δικηγόρο. Αυτό γίνεται γιατί οι συνεταιριζόμενοι δικηγόροι έχουν προφανώς διαβλέψει ότι έχουν αλλάξει ιστορικά και σε βάθος χρόνου οι συνθήκες των σχέσεων δικηγόρου-πελάτη. Δηλαδή υπήρχε, και υπάρχει ακόμα, σε μικρότερη κλίμακα, μια περίεργη σχέση μεταξύ πελάτη και δικηγόρου, με ψυχολογική παρέμβαση του δικηγόρου στη ζωή του πελάτη, που όμως ήταν λάθος σχέση. Κατέληγε ο δικηγόρος να συνδέεται στενά με τον πελάτη του και να επηρεάζεται από τη συναισθηματική φόρτιση του πελάτη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδώσει αυτό που έπρεπε να αποδώσει.

Ο δικηγόρος πρέπει να μην έχει τέτοια συναισθηματική φόρτιση, αλλά αυστηρά επαγγελματική αντιμετώπιση των υποθέσεων που αναλαμβάνει. Το δύσκολο του εγχειρήματος είναι πώς θα ταιριάξουν οι συνεταίροι. Πρέπει η χημεία τους να είναι τέτοια που εκ των προτέρων να είναι βέβαιοι ότι μπορούν να “συζήσουν” και σε δεύτερο στάδιο να “γδυθούν”. Διότι για να κάνεις έναν τέτοιο συνεταιρισμό πρέπει να “γδυθείς”. Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει να είσαι ειλικρινής με το πόσες δουλειές έχεις, με το ποια είναι η πορεία σου τα τελευταία χρόνια σε τζίρους, σε πελατεία, σε διασπορά πελατείας, με το τι ακριβώς κερδίζεις.

Μια δικηγορική εταιρεία δεν είναι επιχείρηση για να βγάζει μόνο κέρδη και μερίσματα και να τα μοιράζει. Είναι για να βγάζει δουλειά για να κερδίζουν οι δικηγόροι της και οι εταίροι της, κυρίως από τη δουλειά που βγάζουν. Δεν πρέπει δηλαδή να προσβλέπουμε κατεξοχήν στο μερισματικό κέρδος. Έτσι μόνο είναι σωστά δομημένη μια δικηγορική εταιρεία.

…………………..

Αναδημοσίεση περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μαι-Ιουν 2020