Οι χαμηλοί τζίροι και το υποτονικό επενδυτικό ενδιαφέρον, μαζί με τις πολιτικές αναταράξεις, κάλυψαν το γεγονός ότι το Χρηματιστήριο της Αθήνας συμπλήρωσε δεύτερη διαδοχική εβδομάδα με θετικό πρόσημο για τον Γενικό Δείκτη.
Οι πολιτικές εξελίξεις ωστόσο δείχνουν να αποτρέπουν τους μεγάλους μακροπρόθεσμους επενδυτές, οι οποίοι θα επανεμφανισθούν σίγουρα στην ελληνική κεφαλαιαγορά, μόνον αφού προκηρυχθούν οι πρόωρες εκλογές που κατά τα φαινόμενα συνεπάγονται πολιτική αλλαγή.
Η αλήθεια είναι ότι το Ελληνικό Χρηματιστήριο από τον Φεβρουάριο του 2016 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018 -για δύο ολόκληρα χρόνια– διέγραψε τη δική του ανοδική πορεία, φυσιολογικά αναιμική λόγω της χαμηλής βάσης εκκίνησης και του πολιτικού περιβάλλοντος που δεν επέτρεπε άλματα αισιοδοξίας.
Από τις 450 μονάδες του Γενικού Δείκτη τον Φεβρουάριο του 2016 φτάσαμε στις 878 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2018.
Το 2018 ξεκίνησε η διόρθωση αυτού του ανοδικού κύκλου, που κάποια στιγμή πήρε βίαια χαρακτηριστικά αφού η πτώση του Γενικού Δείκτη ήταν της τάξης του -23,5%.
Έτσι φτάσαμε στις δύο πρώτες εβδομάδες του 2019, για το συνηθισμένο January effect. Kάποιοι ξένοι επενδυτές που βρέθηκαν υπο-επενδυμένοι στην Ελλάδα λόγω της αναδιάρθρωσης των δεικτών του MSCI βρέθηκαν να αγοράζουν, συστηματικά αλλά όχι σε μεγάλες ποσότητες, κάποιες ελληνικές αξίες, κυρίως τραπεζικές και μετοχές εταιρειών υποδομών, που έφεραν τον Γενικό Δείκτη στις 635 μονάδες.
Αυτό που είδαμε το 2019, δηλαδή, είναι το αναμενόμενο. Ο Γενικός Δείκτης έφθασε στα όρια των συναλλακτικών δυνατοτήτων του, καλύπτοντας το 23% της διόρθωσης από το υψηλό των 707 μονάδων, για να υποχωρήσει στη συνέχεια με μετριοπάθεια, κατοχυρώνοντας μέρος από τα γρήγορα κέρδη των πέντε συνεχόμενων ανοδικών συνεδριάσεων.
Οι αισιόδοξοι αναλυτές προβλέπουν ότι ο επόμενος ανοδικός στόχος βρίσκεται στις 650 μονάδες (38,2% της διόρθωσης) και για να συμβεί αυτό θα πρέπει αφενός να μη χαλάσει η εικόνα με κλείσιμο κάτω από τις 625 μονάδες, αφετέρου ο τζίρος να παραμείνει σε επίπεδα αισθητά υψηλότερα των 40 εκατ. ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν αποκλείεται διολίσθηση στις 525 μονάδες.
Όλα αυτά όμως τα τεχνικά στοιχεία και οι προβλέψεις έρχονται να ανατραπούν από το διεθνές περιβάλλον που δεν υποστηρίζει την ανάληψη επενδυτικού ρίσκου και το εγχώριο πολιτικό περιβάλλον που δεν προσφέρει προβλέψιμες οικονομικές εξελίξεις.
Είναι χαρακτηριστική η χθεσινή συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών σε κυριακάτικη εφημερίδα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν είχε τη δυνατότητα να προβλέψει τον χρόνο εξόδου της Ελλάδας στις αγορές περιγράφοντας απλώς τα εναλλακτικά σενάρια ΟΔΔΗΧ δικαιολογώντας την ασάφεια, λέγοντας ότι «θα ήταν απόλυτα προβληματικό να αποφασιζόταν χρόνος της εξόδου στις αγορές με βάση τον πολιτικό χρόνο και όχι με βάση το συμφέρον του Δημοσίου». Για το μεγάλο πρόβλημα του τραπεζικού κλάδου, τα κόκκινα δάνεια, ο κ. Τσακαλώτος πάλι δεν μπορούσε να περιγράψει τις αποφάσεις της κυβέρνησης, μιλώντας απλώς για «ένα εγγυοδοτικό ταμείο (Asset Protection Scheme) με βάση την ιταλική εμπειρία».
Ο ίδιος ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών θεωρεί ότι η «βιωσιμότητα της ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία είναι μεγάλο στοίχημα», προσφέροντας πολλά επιχειρήματα σε όλους εκείνους τους διαχειριστές που αποφεύγουν το Χρηματιστήριο της Αθήνας, μέχρι την επίσημη προκήρυξη των εκλογών…