Με διμέτωπη προσπάθεια δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων/ανοιγμάτων, παράλληλα με ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, προχωρούν οι τράπεζες. Σχεδιασμός που θα εξελίσσεται τα επόμενα 2-3 χρόνια, προκειμένου να καταστεί ο κλάδος και πάλι ανεξάρτητος από κάθε δημόσια δέσμευση/εξάρτηση, ικανός να συμβάλλει στην ενεργή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, της επιχειρηματικότητας.
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα ικανοποιητικά διαμορφώνουν μία συγκρατημένη αισιοδοξία τόσο εντός (Τράπεζα της Ελλάδος, συστημικό banking, οικονομικό επιτελείο) όσο εκτός (ΕΚΤ, ΕΕΜ, “αγορές”) αν και αποτελεί κοινή εκτίμηση πως τραπεζίτες, επενδυτές και κάθε λογής εμπλεκόμενοι “τρέχουν” έναν.. Μαραθώνιο, που εκτείνεται σε χρονικό ορίζοντα πέραν και του 2022. Ωστόσο από τις μέχρι τώρα κινήσεις, που έχουν γίνει και στα δύο βασικά “μέτωπα” (μη εξυπηρετούμενα/κεφαλαιακή κατάσταση) φαίνεται πως και σχεδιασμός υπάρχει, λειτουργεί μάλιστα μέχρι τώρα, αρκετά αποτελεσματικά και ουσιαστική αρωγή από το “κεντρικό σύστημα”. Συνακόλουθα οι πανίσχυρες “αγορές” έχουν -μέχρι τώρα πάντα- υποστηρίξει το όλο εγχείρημα επαναφοράς του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί, πως από το “χείλος της καταστροφής” (καλοκαίρι/φθινόπωρο 2015) σταδιακά αποκαθίστανται οι ισορροπίες στο κυρίως λειτουργικό/χρηματοδοτικό κομμάτι, την τελευταία 2-3ετία ξανά δίνονται χορηγήσεις παρά την κρίση λόγω πανδημίας Covid-19, σχεδόν αμέσως με την λήξη της 10ετούς μνημονιακής λαίλαπας που σάρωσε κοινωνία και οικονομία. Αρχικά οι έξοδοι στις αγορές, με εκδόσεις ομολογιών μειωμένης εξασφάλισης (Tier II) μέσω των οποίων το εγχώριο σύστημα άντλησε ρευτότητα/κεφάλαια με χαμηλά κόστη χρήματος. Ακολουθούν οι αυξήσεις κεφαλαίου συνδυαστικά με εκδόσεις νέων τίτλων αλλά και ανταλλαγές σειρών (swaps) με το Δημόσιο (μέσω ΟΔΔΗΧ) με βασική ποιοτική διαφορά των τωρινών ΑΜΚ σε σχέση με τις υποχρεωτικές ανακεφαλαιοποίησεις έξι χρόνια πριν.
Ωστόσο το όλο εγχείρημα μόνο εύκολο δεν είναι, τουναντίον, καθώς χρόνιες παθογένειες, παλαιά και νέα -λόγω Covid-19- βάρη έχουν έρθει (και έρχονται) να επιβαρύνουν τις “πλάτες” των τραπεζών, να λειτουργήσουν σαν “φρένο”. Λίγο ως πολύ γνωστά τα προβλήματα λόγω αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, κόστους κάλυψης των τιτλοποιήσεων που υποθηκεύουν την κεφαλαιακή βάση του οικοδομήματος. Με συνέπεια η Τράπεζα της Ελλάδος να αναφέρει (στην ετήσια έκθεση της) πως οι 4 συστημικοί πυλώνες Eurobank, Εθνική, Alpha Bank και Πειραιώς θα χρειαστεί να καλύψουν ένα κενό της τάξεως των 10 δισ. ώστε να πετύχουν μία επιθυμητή βελτίωση της κεφαλαιακής δομής τους.
Τραπεζικοί παράγοντες εκτιμούν, πως η θέση της ΤτΕ αφορά μία εύλογη χρονική περίοδο (σε ορίζοντα 2-3ετίας) που ωστόσο θα μπορούσε να απαιτήσει ενίσχυση σε μεγαλύτερο βάθος. Είναι πρώιμη οποιαδήποτε εκτίμηση για πέραν το 2023, δεδομένης της πρωτοφανούς αβεβαιότητας που κυριαρχεί διεθνώς, της ρευστότητας που επικρατεί στις αγορές, της αυξητικής τάσης επιτοκίων/κόστους χρήματος, πληθωριστικών πιέσεων κ.λ.π τόσων παραμέτρων που δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, από τώρα. Γι’ αυτό και ο σχεδιασμός (σε Φρανκφούρτη, Αθήνα) δεν υπερβαίνει την 2-3ετία δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην-κατ’ αρχήν- στοιχειώδη αποκατάσταση του συστήματος προκειμένου να λειτουργεί σαν αγωγός αξιοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων, που θα αρχίσουν να εισρέουν από αρχές Σεπτεμβρίου στην χώρα μας.
Και …η νέα έξοδος
Το όλο κλίμα διευκόλυνε, από την πλευρά του και ο ΟΔΔΗΧ, με τις τακτικές -πλέον- εξόδους του στις αγορές. Ετσι, την προηγούμενη Τετάρτη, η Αθήνα προχώρησε σε ακόμη μία έκδοση (ουσιαστικά επανέκδοση) 10ετούς ομολόγου, με την εντολή να δίνεται στις BNP Paribas, Goldman Sachs, Deutsche Bank, HSBC, Nomura και JP Morgan. Η ελληνική πλευρά επιχείρησε να αξιοποιήσει την θετική συγκυρία στις αγορές χρέους για να προχωρήσει το πρόγραμμα (για το 2021). Προφανώς ο ΟΔΔΗΧ έσπευσε να προλάβει και την συνεδρίαση της ΕΚΤ συνδυαστικά με την ανακοίνωση στοιχείων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση όμως συνιστά, ακόμη ένα βήμα προς τις αγορές που κατά πάσα βεβαιότητα θα θελήσουν να αξιοποιήσουν και οι τράπεζες. Με την υπόθεση, πως η επόμενη έξοδος (του ΟΔΔΗΧ) θα μπορούσε να γίνει τέλη φθινοπώρου (που θα είναι και η τελευταία, για φέτος) θα πρέπει να αναμένονται ανάλογες κινήσεις από τις συστημικές τράπεζες. Το ποια θα προηγηθεί, θα εξαρτηθεί και από την χρηματιστηριακή συγκυρία.
……………………..
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 15/06/2021