Του Προοπτικού (συνεργάτη)
Μετά από τον πρόσφατο χειρισμό του επί εικοσιπενταετία ανοικτού θέματος εξωτερικής πολιτικής, του «Μακεδονικού», ως «εργαλείου τακτικής» στο πεδίο της παραταξιακής αντιπαράθεσης καθώς και τον χειρισμό της υπόθεσης της φαρμακευτικής – όχι μόνης – εταιρείας Novartis, με τις εξόφθαλμες παρεμβάσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, πόσα περισσότερα σκαλοπάτια θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι η κυβερνώσα συμπαράταξη θα κατέβει στην κλίμακα θεσμικής διακυβέρνησης; Λέγαμε ότι είχαμε φθάσει εκεί που δεν έχουμε βρεθεί ξανά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Και όμως, μας προέκυψαν και χειρότερα, τρομακτικά, που μας καλλιεργούν ακόμη περισσότερο τους «εφιάλτες», στοιχειώνοντας το πολιτικό σκηνικό.
Η «ευκαιρία» παρουσιάσθηκε με την πολιτική, και όχι μόνον, ανοησία που επέδειξαν δύο κατά τα άλλα μάλλον …αξιοπρεπή μέλη του υπουργικού συμβουλίου, που τυχαίνει (sic!) να είναι και σύντροφοι στη ζωή. Η υπόθεση του επιδόματος στέγης της Αναπλ. Υπουργού κ. Ρ. Αντωνοπούλου, που την οδήγησε σε παραίτηση, μαζί και του κ. Δ. Παπαδημητρίου, Υπουργού Οικονομίας (& Ανάπτυξης), έδωσε την ευκαιρία στον κ. Αλ. Τσίπρα, εκφωνώντας λόγον ως πρωθυπουργός της χώρας σε αναπτυξιακό συνέδριο – την προσοχή σας στο συγκείμενο παρακαλώ -, να εκδηλώσει με σαφή τρόπο, που έκανε πολλούς εξ ημών πολίτες να αισθανθούμε ρίγος τρόμου, την πολιτική τακτική και την προσέγγιση της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στον δημόσιο λόγο και στην κυβερνητική πράξη.
Ο χωρίς προηγούμενο «ανατρεπτικής λογικής» συμψηφισμός των 23 χιλιάδων του επιδόματος με το ποσό της – σε διάστημα ετών (προ Μνημονίων) – υπολογιζόμενης (δημόσιας) φαρμακευτικής δαπάνης, των περίπου 23 δις ευρώ, διανθισμένος με «κινέζικους» χαρακτηρισμούς, όπως διατυπώθηκε από τον κ. Αλ. Τσίπρα, αποτυπώνει καθαρά – περισσότερο δεν γίνεται – το πολιτικό του ήθος και την τακτική που υιοθετούν αυτός και η «ομάδα» του. Με την οποία προχωρούν στο επόμενο διάστημα μέχρι την εκλογική αναμέτρηση στη διακυβέρνηση της χώρας, υιοθετώντας μιαν αυταπόδεικτα κοντόφθαλμη και εντέλει οπισθοδρομική – και άρα αντιαναπτυξιακή – πρακτική, ενεργοποιώντας τα μύχια, ζωώδη – εννοώ χωρίς «λογική επεξεργασία» – αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Η οποία άλλωστε δεν αργεί και πολύ να ανασύρει παρόμοιες, εντέλει αυτοκαταστροφικές πολιτικές συμπεριφορές, όπως πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν.
Οι «κλέφτες» – και ενδεχομένως και «δοσίλογοι» -, όλοι του «παλαιού πολιτικού συστήματος», όσοι εξ αυτών μάλιστα δεν πέρασαν ακόμη από την «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», της «συναλλαγής» με τους ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, είναι δυστυχώς ακόμη εδώ! Υπενθυμίζοντας στον ελληνικό λαό ότι αυτοί, μαζί με τους «μοχθηρούς ξένους» ήταν οι υπαίτιοι της κρίσης, την οποία όμως πλήρωσαν αδίκως οι πολλοί – και πάντα αναίτιοι – Έλληνες. Υποσχόμενοι δε οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και πάλι ότι, μετά την καταληκτική ημερομηνία του (3ου) Μνημονίου, χωρίς τους «ξένους» και με συνέχιση τούτης ή και μέσω εκλογών της επόμενης, αλλά πάντα της ίδιας διακυβέρνησης, οι ελληνικές οικογένειες θα βρεθούν ξανά, μετά από πολύ μικρό διάστημα, στον προ-μνημονιακό «παράδεισο».
Ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι «κακοί» και «διεφθαρμένοι» οι κυβερνώντες, είναι πολύ απλά πολιτικά – με την ουσιαστική σημασία της λέξης – αστοιχείωτοι και εξ αυτού ανίκανοι και κατά συνέπεια επικίνδυνοι, διαχειριζόμενοι την ανεπάρκειά τους. Και φέροντας αυτό το πολιτικό ήθος, είναι υποχρεωμένοι να συμπεριφερθούν ανήθικα, ακολουθώντας μιαν ιστορικά αποτελεσματική για τον εκάστοτε λαϊκισμό και την πραγματική συντήρηση πρακτική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Πρακτική από την οποία άλλωστε, ποτέ μέχρι σήμερα, η αυτοπροσδιοριζόμενη αριστερά δεν μπόρεσε διαχρονικά να πάρει αποστάσεις. Βρίσκεται λοιπόν τώρα, η κυβερνώσα συμπαράταξη «εγκλωβισμένη» να αποτελέσει τον πολιτικό φορέα έκφρασης του εθνικολαϊκισμού και της συντήρησης, της οπισθοδρόμησης. Εξού λοιπόν και το σενάριο της «μοιραίας» και βαριάς θεσμικής υποχώρησης είναι το αναπόφευκτο, το πλέον πιθανό να εκτυλιχθεί μπροστά μας στο επόμενο διάστημα. Και το οποίο, βέβαια, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη συνεχή υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Αποτελεί δε, το σενάριο αυτό την άλλην όψη του ίδιου «νομίσματος» (προβλήματος). Την αποτύπωση δηλαδή των συνεπειών της περιορισμένης εφαρμογής του 3ου Μνημονίου, του «Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων». Το οποίο μόνον εφαρμόσθηκε, και μάλιστα όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, κατά το ένα σκέλος, απολύτως απαραίτητο εν αρχή, το δημοσιονομικό. Περιοριζόμενο σε ελάχιστες στη συνέχεια μεταρρυθμίσεις και δη όχι σε αυτές που θα διασφάλιζαν ότι θα πιάσουν τόπο οι επίπονες δοκιμασίες, τις οποίες υπέστη μια «φυγόπονη» κατά πλειονότητα κοινωνία.
Και ο «Γολγοθάς» της επόμενης διακυβέρνησης είναι μπροστά! Δια του οποίου δυστυχώς και μόνον θα μπορέσει να αρχίσει να επιστρέφει η χώρα στην Ευρωπαϊκή «θεσμική κανονικότητα» και σε σταδικά βελτιούμενα επίπεδα ανταγωνιστικότητας. Εφόσον βέβαια η ελληνική κοινωνία δεν πεισθεί κατά πλειοψηφία από το ανασυρόμενο αφήγημα της κυβερνώσης συμπαράταξης. Τότε και μόνον, για την επιζητούμενη επιστροφή, πρέπει να προχωρήσουν οι (βαθιές) μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης καθώς και στο σύστημα ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή της άσκησης της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής.
Και αυτά δυστυχώς δεν αρκούν, αφού θα χρειασθεί και μια απαιτητική, σε όρους τεχνογνωσίας και τεκμηρίωσης, νέα – και ας ελπίσουμε τελική – αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, ως ενδιάμεσο, αναπόφευκτο βήμα («δεν βγαίνουν αλλιώς τα κουκιά») στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάπτυξης. Καθώς επίσης και η εκ νέου πολιτική διαχείριση του «σκόπελου» της αδιαφορίας, που πλέον επιδεικνύει το πολιτικό προσωπικό και η κοινή γνώμη των Ευρωπαίων εταίρων για το «ελληνικό ζήτημα». Το οποίο, τώρα πια, προσπαθούν να «κρύψουν κάτω από το χαλί», άλλοι εξ αυτών για λόγους συγκυρίας και οι υπόλοιποι για κοντόφθαλμα πολιτικά οφέλη – όπως στις περιπτώσεις των ευρωσκεπτικιστών και των τρομαγμένων ενόψει της κατάρρευσής τους Ευρωσοσιαλιστών!
Εντέλει, δύο θέματα, που μπορεί να αποβούν κρίσιμα. Σχετικά με τον πολιτικό προσανατολισμό και τις προοπτικές της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» και των εξ αυτών κυοφορούμενων λύσεων διακυβέρνησης. Νυσάφι πια, τα επιχειρήματα περί «απώλειας ευκαιρίας» για λύση του Μακεδονικού είναι άστοχα, «εκτός πεδιάς». Μια και ευκαιρία υφίσταται μόνον εφόσον τη συγκυρία μπορούν να την αξιοποιήσουν οι κύρια ενδιαφερόμενοι. Μπορεί λοιπόν αυτή η κυβέρνηση να την αξιοποιήσει;
Και κάτι ακόμη περί της, ενόψει της ερχόμενης – όποτε μας συμβεί – εκλογικής αναμέτρησης, πολιτικής στάσης του ΠΑΣΟΚ, ή αν προτιμάτε της ΔΗΣΥΜΠ, εντέλει του ΚΙΝΑΛ. Η στάση λοιπόν των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ή άλλως του πολιτικού «ετεροπροσδιορισμού», είναι ατελέσφορη και, με βάση το σενάριο της θεσμικής υποχώρησης και της σκληρής πόλωσης, θα αποδειχθεί μοιραία. Η διέξοδος βρίσκεται στη ρητή τοποθέτηση του «πόλου της κεντροαριστεράς» στην πλευρά του εκσυγχρονιστικού πολιτικού στρατοπέδου, απέναντι σε αυτό της εθνικολαϊκισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και επιπλέον στην υιοθέτηση δικής του κοπής «εκσυγχρονιστικού πολιτικού προγράμματος», που βεβαίως θα παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες και θα συμπληρώνει αυτό της ΝΔ, αλλά θα μπορεί και να το «οδηγήσει» σε βελτιώσεις προοδευτικότητας. Και να προσφέρει στην πατρίδα, βοηθώντας έτσι και την ερχόμενη διακυβέρνηση της χώρας, με τις αναγκαίες τομές που προαναφέρθηκαν.
Διαφορετικά τα νέα θάναι μάλλον καταστροφικά για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ – σε όρους καταγραφής της εκλογικής του επιρροής –, αλλά και πολύ δύσκολα για τη χώρα.