Γράφει η «ξενοδόχος»

Στη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία αναφέρεται στην τελευταία της ανάλυση για τον κλάδο την περίοδο από το 2010 έως και το 2018 η Τράπεζα της Ελλάδος, τονίζοντας ότι ο τουρισμός αποτελεί τον πλέον σημαντικό και συγχρόνως τον πλέον δυναμικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας.

Η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο ΑΕΠ της Ελλάδος βαίνει αυξανόμενη την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας από 4,3% το 2010 σε 8,7% το 2018, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της ευρωζώνης για το 2018 είναι 2,5%. «Επίσης, ο τουριστικός τομέας αποτελεί τον κυριότερο πόλο προσέλκυσης επενδύσεων και ως εκ τούτου συμβάλλει και με τον τρόπο αυτό στην ανάπτυξη της χώρας. Η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας την τελευταία δεκαετία έχει φέρει την Ελλάδα στο επίκεντρο των κυριότερων ευρωπαϊκών και παγκόσμιων τουριστικών προορισμών, με τις προοπτικές της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας να εμφανίζονται πολύ ενθαρρυντικές. Κατά την περίοδο της πρόσφατης κρίσης, η σχετικά γρήγορη ανάκαμψη του τομέα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο μετριασμό των συνεπειών της, καθώς αποτέλεσε βασικό παράγοντα συγκράτησης της αύξησης της ανεργίας»

Oσον αφορά τη διάρθρωση του εισερχόμενου τουρισμού και των εισπράξεων ανά χώρα ή περιοχή προέλευσης δεν παρουσίασε σημαντική μεταβολή κατά την υπό εξέταση περίοδο 2010-2018. Οι αφίξεις από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αποτελούν το 65% του συνόλου, με το 37% να προέρχεται από τη ζώνη του ευρώ, ενώ η κατανομή των εισπράξεων παρουσιάζει ανάλογη εικόνα: το 68% προέρχεται από τις χώρες της ΕΕ, με το 44% των συνολικών εισπράξεων να προέρχεται από χώρες της ζώνης του ευρώ. Από το 2010 μέχρι το 2018 παρατηρείται ραγδαία αύξηση των ταξιδιωτικών αφίξεων και εισπράξεων, ενώ η ανοδική τάση συνεχίζεται και το 2019. Στο διάστημα αυτό, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 67,4% και οι διανυκτερεύσεις κατά 64,6%, ενώ οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 120%. Την πρόσφατη περίοδο 2016-2018, στις έξι κυριότερες χώρες προέλευσης ταξιδιωτών, δηλαδή Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ρωσία, αντιστοιχούν το 36,4% των αφίξεων και το 51,5% των εισπράξεων.

  • Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι, ενώ έγινε άνοιγμα σε νέες αγορές, δεν άλλαξε σημαντικά η διάρθρωση, και πάνω από το ήμισυ των εσόδων εξακολουθεί να προέρχεται από τις έξι κυριότερες χώρες, καθώς η μέση δαπάνη των επισκεπτών από τις νέες αγορές είναι χαμηλότερη εκείνων από τις παραδοσιακές χώρες προέλευσης.

 

Όσον αφορά τις αφίξεις τουριστών, στην Ελλάδα εμφανίζεται έντονη εποχικότητα, με το 85,4% των αφίξεων κατά την επισκοπούμενη περίοδο 2010-2018 να καταγράφεται το β’ και γ’ τρίμηνο (“τουριστική σεζόν”), ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για το α’ και δ’ τρίμηνο της ίδιας περιόδου ήταν 3,9% και 10,7% αντίστοιχα. Η επίσκεψη για λόγους αναψυχής παραμένει ο κύριος σκοπός ταξιδίου (83% του συνόλου), ενώ μεταξύ των υπόλοιπων κατηγοριών αύξηση καταγράφεται στα ταξίδια με σκοπό την επίσκεψη σε οικογένεια, ενώ στα ταξίδια για επαγγελματικούς λόγους καταγράφεται μείωση μέχρι το 2015, και στη συνέχεια ανάκαμψη.

Ο αριθμός των ταξιδιωτών που έρχονται με οργανωμένα ταξίδια παρουσιάζει τάση μείωσης, ενδεχομένως και λόγω του ότι είναι πλέον εύκολο, μέσα από τις πολλές διαθέσιμες πλατφόρμες στο διαδίκτυο, να κλείσει κάποιος οικονομικά εισιτήρια, ξενοδοχεία κ.λπ. χωρίς να απευθυνθεί σε ταξιδιωτικό γραφείο.

Για τα περισσότερα έτη της περιόδου 2010- 2018, η αύξηση των εισπράξεων συνδέεται κατά κύριο λόγο με την άνοδο των αφίξεων. Παράλληλα, παρατηρείται μια τάση μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής των ταξιδιωτών, που έχει αρνητική επίδραση στις εισπράξεις. Ειδικότερα για το 2018, στην αύξηση των εισπράξεων κατά 10,2% συνέβαλαν κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες η αύξηση των αφίξεων, κατά 1,9 ποσοστιαία μονάδα η αύξηση της μέσης δαπάνης ανά διανυκτέρευση, ενώ αρνητική συμβολή κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες προήλθε από τη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής.

Ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο του 2019 ο κύριος παράγοντας αύξησης των εισπράξεων ήταν η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση, ενώ οι αφίξεις δείχνουν συγκρατημένο ρυθμό αύξησης σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2018. Η διαφοροποίηση αυτή υποδηλώνει μια στροφή σε ταξιδιώτες με δυνατότητα να δαπανήσουν μεγαλύτερο ποσό, γεγονός πολύ σημαντικό για τη μελλοντική πορεία των ταξιδιωτικών εισπράξεων, η οποία δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στους αριθμούς των εισερχόμενων ταξιδιωτών.

Μεταξύ των κύριων χωρών προέλευσης, η μέση διάρκεια παραμονής και η δαπάνη ανά ταξίδι ήταν υψηλότερες από τους αντίστοιχους συνολικούς δείκτες για τους ταξιδιώτες από τις ΗΠΑ και χαμηλότερες για τους ταξιδιώτες από τη Ρωσία. Σε ό,τι αφορά τη μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση, αυτή ήταν μικρότερη του συνολικού μέσου όρου για τους ταξιδιώτες από την Ιταλία και τη Γερμανία την περίοδο 2010-2018. Γενικότερα πάντως, οι χώρες της Ευρωζώνης σταθερά παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής και δαπάνη ανά ταξίδι, ενώ πτωτική τάση καταγράφεται για τις χώρες της ΕΕ εκτός ευρωζώνης. Το πρώτο εξάμηνο του 2019, οι λοιπές χώρες εκτός ΕΕ παρουσιάζουν αύξηση σε όλους τους επιμέρους δείκτες.