Η Ελλάδα χρησιμοποιείται διεθνώς ως παράδειγμα προς αποφυγή. Από την αρχή του έτους, ο Γενικός Δείκτης έχει χάσει το 17,87% της αξίας του, με τον Τραπεζικό Δείκτη να έχει καταρρεύσει κατά -38,5%. Το πρόβλημα δεν είναι μεμονωμένο, ούτε συγκυριακό εξαιτίας «μιας αναίτιας ξαφνικής επίθεσης κερδοσκόπων», όπως προσπαθεί να δικαιολογήσει η κυβέρνηση την κατακρήμνιση των αξιών.
- Η Εθνική Τράπεζα προσπαθεί εδώ και δύο χρόνια να πουλήσει την Εθνική Ασφαλιστική για να ενισχύσει τα διαθέσιμά της κατά 700 εκατ. ευρώ και δεν τα έχει καταφέρει. Η μετοχή της Εθνικής έχασε -47,3% της αξίας από την αρχή του έτους.
- Η Eurobank, παρά την εμπιστοσύνη που δείχνει ο ιδιώτης βασικός της μέτοχος, έχει μπροστά της -εκτός των άλλων- τον Γολγοθά των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο, που σίγουρα θα της κοστίσει ακριβά. Η μετοχή της Eurobank έχασε -30,13% από την αρχή του έτους.
- H Τράπεζα Πειραιώς είναι η μόνη που τόλμησε να βγει στην αγορά για να εκδώσει ένα τραπεζικό ομόλογο TIER II προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί το μέγεθος και την εμβέλειά της στην Ελλάδα. Οι αγορές τής έδωσαν διψήφια επιτόκια δανεισμού, η Πειραιώς αποσύρθηκε, ενώ η μετοχή της έχει υποχωρήσει κατά -55,37% από την αρχή του χρόνου.
- Η Alpha Bank, ενώ κατάφερε να διατηρήσει μια διοικητική ομοιογένεια μέσα στη μνημονιακή καταιγίδα, δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι τα δάνεια που έχει χορηγήσει είναι περισσότερα από τις καταθέσεις της και γι’ αυτό χρειάζεται ρευστότητα. Η μετοχή της Alpha έχασε -31,22% από την αρχή του έτους.
Οι τιμές όλων των τραπεζικών μετοχών απέχουν κατά 35% έως 45% από την τιμή της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησής τους. Αυτό σημαίνει ότι όσοι έβαλαν τα λεφτά τους το 2015 στην Ελλάδα σήμερα μετρούν μεγάλες απώλειες που αποτρέπουν οποιαδήποτε επενδυτική στρατηγική.
Χωρίς προληπτική γραμμή, χωρίς τη ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, χωρίς κινήσεις και πρωτοβουλίες προσέλκυσης επενδυτών στην πραγματική οικονομία, η Ελλάδα απλώς μοιράζει και ξαναμοιράζει τα υπολείμματα των φθηνών δανεικών των μνημονίων.
Η κυβέρνηση κατηγορεί τον κεντρικό τραπεζίτη γιατί «δεν βγαίνει να μιλήσει, να υπερασπιστεί το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα». Ο Γιάννης Στουρνάρας γνωρίζει ότι δεν δικαιούται να μιλήσει για τα χρηματιστηριακά σκαμπανεβάσματα. Αν μιλήσει, θα είναι σαν να ρίχνει λάδι στη φωτιά που άναψαν οι κυβερνητικοί παλιμπαιδισμοί με την «καθαρή έξοδο» και το «τέλος των μνημονιακών πολιτικών». Διαβεβαιώνει, ωστόσο, ότι το τραπεζικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας.
Είναι αλήθεια ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής τους επάρκειας οφείλεται στον «αναβαλλόμενο φόρο». Ο «αναβαλλόμενος φόρος» προϋποθέτει σταθερή κερδοφορία. Η κερδοφορία έρχεται με νέες χορηγήσεις και νέες επενδύσεις σε μια ανοδική οικονομία.
Αυτό είναι που λείπει σήμερα στην ελληνική αγορά.