Η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταυτόχρονα με την ενίσχυση της οικονομίας και για σειρά ετών ώστε να φθάσει σε επίπεδα «δίκαιης αποτίμησης» προς το 2027, εκτιμά η τράπεζα Πειραιώς, σε ανάλυση για το ράλι στο ακίνητα που διέψευσε πολλούς.
Στην ανοδική πορεία του ελληνικού real estate, εστιάζει ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς εντοπίζοντας τρεις αιτίες , που εξηγούν την ανοδική κίνηση παρά την πανδημία και την επακόλουθη οικονομική ύφεση, καθώς η αφετηρία της ανόδου ήταν χαμηλή και το διαθέσιμο εισόδημα των αγοραστών, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες ευκαιρίες τα κίνητρα για αγορές και τις προσδοκίες για ανάκαμψη της οικονομίας, έγιναν καταλύτες ανόδου.
Η εκτίμηση των αναλυτών της τράπεζας είναι ότι
- «η ελληνική αγορά ακινήτων μπορεί να συνεχίζει να αναπτύσσεται παράλληλα με μια πολύ ισχυρή οικονομία για μια σειρά ετών». Όπως αναφέρεται μάλιστα «η αγορά ακινήτων θα συγκλίνει με τα επίπεδα ισορροπίας ή δίκαιης αποτίμησης προς το 2027».
Όπως αναφέρει η Τράπεζα Πειραιώς, η πορεία της αγοράς ακινήτων κατά τη διάρκεια του 2020 αποτέλεσε έκπληξη ακόμα και για τον πιο αισιόδοξο οικονομικό αναλυτή, καθώς σε μια χρονιά ύφεσης, όπου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8%, οι τιμές οικιστικών ακινήτων αυξήθηκαν κατά 4,3% και οι τιμές επαγγελματικών ακινήτων κατά 1,2%.
Εκ των υστέρων οι λόγοι αυτής της «αποσύνδεσης» μεταξύ μακροοικονομικών δεδομένων και τιμών ακινήτων είναι προφανείς. Μετά το αρχικό σοκ στην ταχύτητα διασποράς της πανδημίας και του πρώτου κύματος κοινωνικής αποστασιοποίησης, η πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων αγοραστών-επενδυτών, συνειδητοποίησαν ότι η πανδημία του Covid-19 θα ήταν παροδική και η οικονομική δραστηριότητα θα επανερχόταν στα προ πανδημίας επίπεδα.
Ακριβώς όπως οι χρηματιστηριακοί αναλυτές στα μοντέλα δίκαιης αποτίμησης μετοχικών αξιών άρχισαν να χρησιμοποιούν τα προσδοκώμενα κέρδη του 2021 αντί για την κερδοφορία του 2020, με ανάλογο τρόπο και οι επενδυτές στην αγορά ακινήτων, παρέκαμψαν τη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων για το 2020 και συνέχισαν να αποτιμούν την αγορά ακινήτων ως συνάρτηση των μακροχρόνιων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η προσέγγιση αυτή είχε τρεις άμεσες επιπτώσεις:
*Πρώτον, οι τιμές στην αγορά ακινήτων συνέχισαν και το 2020 να κινούνται ανοδικά παρά την πρωτοφανή οικονομική ύφεση, υποστηριζόμενες από τις θετικές μακροχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς και από διοικητικές αποφάσεις όπως η «χρυσή βίζα» και άλλα φορολογικά κίνητρα που αποσκοπούν στο να γίνει η ελληνική αγορά ακινήτων ελκυστική στο διεθνές επενδυτικό κοινό.
*Δεύτερον, η συνδυαστική επίδραση του θετικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του χαμηλού σημείου εκκίνησης, (αφού την προηγούμενη δεκαετία οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν σωρευτικά περισσότερο από 44%) έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές όλων των ακινήτων να έχουν δυνατότητα βραχυπρόθεσμης επιπλέον ανόδου κατά 6%.
Μακροπρόθεσμα προβλέπουμε ρυθμό αύξησης στα οικιστικά και επαγγελματικά ακίνητα στις 2 κατηγορίες ακίνητων περί το 3%, παράλληλα με τον ρυθμό ονομαστικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
*Τρίτον, ο συνδυασμός της πτώσης διαθέσιμου εισοδήματος και κερδοφορίας και της αυξητικής πορείας των τιμών ακινήτων σημαίνει ότι, πρόσκαιρα τουλάχιστον έως να επανέλθουμε στην ανάπτυξη, οι δείκτες αποτίμησης ακινήτων εμφανίζονται αυξητικοί.
Το συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι «ξεκινώντας από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο, η ελληνική αγορά ακινήτων μπορεί να συνεχίζει να αναπτύσσεται παράλληλα με μια πολύ ισχυρή οικονομία για μια σειρά ετών. Εάν οι προβλέψεις μας τόσο για την ελληνική οικονομία, όσο και για την αγορά ακινήτων αποδειχθούν ορθές, η αγορά ακινήτων θα συγκλίνει με τα επίπεδα ισορροπίας ή δίκαιης αποτίμησης, προς το 2027».