Ενδεικτική ήταν η κριτική που ασκήθηκε στον Τζερόμ Πάουελ από τον Μοχάμεντ Ελ-Εριάν (που μόνο… Ρεπουμπλικάνος δεν είναι), με άρθρο-παρέμβασή του στους Financial Times. Ειδικότερα, ο κορυφαίος (Αιγυπτιοαμερικανός) οικονομολόγος-επιχειρηματίας προειδοποιούσε (στις 25 Δεκεμβρίου) πως οι παλινωδίες της Fed υπονομεύουν την αμερικανική εξαίρεση. Κάποιες φορές, ο Πάουελ δήλωνε ότι η πρόσφατη σειρά «πλάγιων» μετρήσεων του πληθωρισμού σήμαινε ότι η προσέγγιση της Fed θα μπορούσε να είναι «πιο προσεκτική» όσον αφορά τη μελλοντική νομισματική χαλάρωση. Άλλοτε δήλωνε ότι η πολιτική στάση της κεντρικής τράπεζας παραμένει «σημαντικά περιοριστική», ακόμη και μετά τη μείωση των επιτοκίων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τόσο οι μετοχές όσο και τα κρατικά ομόλογα σημείωσαν ασυνήθιστα μεγάλες ενδοσυνεδριακές κινήσεις για μια «ημέρα Fed». 

Ο S&P 500 έχασε 3% και η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου αυξήθηκε περισσότερο από 0,1 ποσοστιαία μονάδα. 

Είναι γεγονός ότι, το δεύτερο εξάμηνο του 2024, οι ενέργειες της Fed κυμαίνονταν από τη μη περικοπή (τέλος Ιουλίου) σε μια τεράστια περικοπή «αναβαθμονόμησης» κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα (μέσα Σεπτεμβρίου), σε μια περικοπή 0,25 μονάδας εν μέσω ενός φαινομενικά «αδιάφορου» ρυθμού (αρχές Νοεμβρίου), στην ανατροπή των προηγούμενων κατευθυντήριων γραμμών και των οικονομικών ερμηνειών (μέσα Δεκεμβρίου). Επί της ουσίας, η αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του Πάουελ και των τακτικών που εφάρμοζε προϋπήρχε των εκλογών του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Όπως και η κατηγορία που του αποδόθηκε πως εμπλέκεται, έμμεσα, υπέρ των Μπάιντεν (και Χάρις), προσαρμόζοντας τις αποφάσεις της FOMC στο οικονομικό πρόγραμμα των Δημοκρατικών. 

Ήταν δεδομένο πως θα αποτελούσε «κόκκινο πανί» για τη νέα διοίκηση της Ουάσιγκτον, πολύ δε περισσότερο που η πολιτική Μπεσέντ (και των υποστηρικτών του, όπως λ.χ. Ντρακενμίλερ, Μιράν κ.ά.) θα επιχειρούσε να ανατρέψει, εκ βάθρων, όλο το οικονομικό/εμπορικό/νομισματικό status όπως διαμορφώθηκε από τις αρχές του 1970 (Μπρέτον Γουντς) μέχρι σήμερα. Εκ προοιμίου, ήταν γνωστό ότι η νέα οικονομική πολιτική των ΗΠΑ θα περνούσε μέσω της εργαλειοποίησης των δασμών, του «καψίματος» χρέους, της χρήσης του δολαρίου ως μέσου ενίσχυσης των εξαγωγών, όπως και των ιστορικών υψηλών τιμών του χρυσού για το εφάπαξ «σβήσιμο» ελλειμμάτων. Από τα κεντρικά «εργαλεία» για (υπό) στήριξη της εσωτερικής παραγωγής τα χαμηλότερα επιτόκια, η συντήρηση των αποδόσεων σε τιμές-κλειδιά, ακόμη και η μετατροπή μέρους του χρέους σε perpetual εκδόσεις (δηλαδή… 100ετούς διάρκειας). 

Άλλωστε, η εκτίμηση της Fed περί «προσωρινού πληθωρισμού» το 2021 ήταν εντελώς λανθασμένη, συνέβαλε δε στην αναζωπύρωσή του, με γνωστές τις συνέπειες. 

Θα μπορούσε ο Τραμπ να το επικαλεστεί για να επιδιώξει την παραίτηση του Πάουελ, υποστηρίζουν ορισμένοι. Πολύ δύσκολο να το πετύχει, όμως, δεδομένου του τρόπου λειτουργίας της Fed, της επίφασης «ανεξαρτησίας» που θέλει η πανίσχυρη επενδυτική κοινότητα. 

Η θητεία Πάουελ ολοκληρώνεται το 2026 (αρχές) και πιθανότατα η κυβέρνηση να επιδιώκει είτε την εξώθησή του σε έξοδο είτε τη συμμόρφωση με τις τακτικές που υλοποιεί η Ουάσιγκτον (που είναι το βασικό σενάριο).

AΠΟ ΧΡΗΜΑ WEEK