Η διαχείριση της ξυλώδους βιομάζας του δάσους της Βόρειας Εύβοιας μπορεί να αξιοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας, αποδίδοντας παράλληλα οικονομικά και άλλα οφέλη για την τοπική κοινωνία.
Αυτό σημειώνεται στην τρίτη ανάλυση επικαιρότητας για το 2023 του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με τίτλο: «Διερεύνηση των δυνατοτήτων και των προοπτικών της ενεργειακής αξιοποίησης υπολειμμάτων ξυλώδους βιομάζας. Η περίπτωση της Βόρειας Εύβοιας».
Όπως σημειώνεται, μετά τις πυρκαγιές που κατέστρεψαν σημαντικό τμήμα του δάσους της Βόρειας Εύβοιας, ήταν άμεση και επιτακτική η ανάγκη διαχείρισης του δάσους που έχει πληγεί, με κύριο στόχο την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση, τη διαφύλαξη των ζωντανών δέντρων, καθώς και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης αναγέννησής του. Σε συνέχεια όμως αυτού, τίθεται το ζήτημα της μακροχρόνιας, ορθής και βιώσιμης διαχείρισης του νέου δάσους, με σκοπό την ορθολογική εκμετάλλευσή του και την προστασία του από μελλοντικές καταστροφές.
Συνεπώς, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, ένα από τα ζητήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι και η αειφόρος διαχείριση της ξυλώδους βιομάζας του δάσους, με τρόπο που να διασφαλίζει την προστασία και τη βιωσιμότητά του, αποδίδοντας παράλληλα οικονομικά και άλλα οφέλη για την τοπική κοινωνία.
«Το δάσος μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή ξυλώδους βιομάζας, η οποία δύναται να αξιοποιηθεί για παραγωγή ενέργειας. Έτσι, τα σημαντικά πλεονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τον κλάδο της βιοενέργειας δύναται να οδηγήσουν σε οφέλη για την οικονομία της περιοχής, συμβάλλοντας στη δημιουργία θέσεων εργασίας και αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο» όπως υπογραμμίζεται.
Επίσης, το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι δημιουργούνται ευκαιρίες για την ενίσχυση των κοινωνικών δομών και την υποστήριξη των οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών, μέσω, για παράδειγμα, της σύστασης ενεργειακών κοινοτήτων. Ωστόσο, η οικονομία του δάσους περιλαμβάνει μεγάλο εύρος παραγωγικών δραστηριοτήτων που συνδέονται μεταξύ τους συνεργατικά αλλά και ανταγωνιστικά. Για παράδειγμα, η παραγωγή ενέργειας από ξυλώδη δασική βιομάζα αποτελεί δραστηριότητα που συνδέεται με τη βιομηχανία επεξεργασίας ξύλου, τόσο ανταγωνιστικά, στο πλαίσιο της εξασφάλισης πρώτης ύλης, όσο και συμπληρωματικά, καθώς τα υπολείμματα της βιομηχανίας ξύλου μπορεί να αξιοποιούνται ως βιοκαύσιμα.
Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει το ΚΕΠΕ, η ενεργειακή αξιοποίηση της βιομάζας του δάσους θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα την αειφόρο διαχείρισή του και με τρόπο που θα διασφαλίζει την προστασία και τη βιωσιμότητά του.
Η γεωργική δραστηριότητα
Επιπλέον, πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία του δάσους, η Βόρεια Εύβοια χαρακτηρίζεται από σημαντική γεωργική δραστηριότητα που μπορεί να αποτελέσει πηγή ξηρής βιομάζας υπολειμματικής μορφής, η οποία δύναται να αξιοποιηθεί συμπληρωματικά ως πρώτη ύλη σε συνδυασμό με τη δασική βιομάζα. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο μπορεί να αυξηθούν οι διαθέσιμες ποσότητες, αλλά να γίνει και σωστότερη διαχείριση του υλικού, τόσο γεωγραφικά, όσο και στη διάρκεια του έτους, συμβάλλοντας στην άμβλυνση των περιορισμών που υπάρχουν σχετικά με την εποχικότητα και το κόστος μεταφοράς και αποθήκευσης της βιομάζας, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζεται και επιπλέον εισόδημα για τους παραγωγούς.
Σε ό,τι αφορά στη γεωργική δραστηριότητα στον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού και τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας ‘Αννας, μεταξύ άλλων, καταγράφονται σημαντικές εκτάσεις καλλιεργειών ελιάς, εκτάσεις σιτηρών, καθώς και εκτάσεις σε αγρανάπαυση.
Οι συγκεκριμένες γεωργικές καλλιέργειες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς μπορούν να συμβάλουν στη διαθεσιμότητα βιομάζας μέσω των κλαδεμάτων και των ελαιοπυρήνων της ελιάς, όπως επίσης και των υπολειμμάτων των καλλιεργειών των σιτηρών και του αραβοσίτου. Ταυτόχρονα, οι εκτάσεις σε αγρανάπαυση θα μπορούσαν εν δυνάμει να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή πολυετών ενεργειακών καλλιεργειών και με αυτό τον τρόπο να αξιοποιηθούν αποδοτικότερα και να προστατευτούν τα εδάφη από τη διάβρωση ενισχύοντας το γεωργικό εισόδημα.
Ομαλή τροφοδοσία
Ένας από τους κυριότερους παράγοντες επιτυχίας μιας επένδυσης στο αντικείμενο της βιοενέργειας είναι η εξασφάλιση της ομαλής τροφοδοσίας καυσίμου με κατάλληλα τεχνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά και κόστος ικανό να στηρίξει την οικονομική βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Σε αυτό, όπως εκτιμάται, μπορεί να συμβάλει καταλυτικά ο σχεδιασμός και η δημιουργία ενός δικτύου συλλογής, διαχείρισης και εμπορίας της βιομάζας, το οποίο από τη μία πλευρά θα εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της πρώτης ύλης και τη συστηματική τροφοδοσία των μονάδων παραγωγής ενέργειας σε όλη τη διάρκεια του έτους και, από την άλλη, θα συμβάλει στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας, αυξάνοντας την περίοδο χρήσης των μηχανημάτων εντός του έτους, μειώνοντας τις απαιτήσεις σε αποθήκευση κλπ.
Συνεπώς, ελαχιστοποιώντας το κόστος των επιμέρους διαδικασιών επιτυγχάνεται η μείωση του τελικού κόστους απόκτησης της βιομάζας και ενισχύεται η οικονομική βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο δίκτυο μπορεί να αποτελέσει σημαντική επενδυτική ευκαιρία σε τοπικό επίπεδο, προσφέροντας νέες θέσεις απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι και η δημιουργία ενεργειακών συνεταιρισμών με βασικό πλεονέκτημα την άμεση συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο των εμπλεκομένων στη διαδικασία, όπως είναι για παράδειγμα οι ίδιοι οι παραγωγοί, οι υλοτόμοι κλπ.
Οι δραστηριότητες τέτοιων συνεταιρισμών, όπως σημειώνεται, δύναται να καλύπτουν όλα τα στάδια μιας αντίστοιχης αλυσίδας αξίας, από την παραγωγή και τη συγκέντρωση της βιομάζας, μέχρι και την παραγωγή και εμπορία δευτερογενών προϊόντων, όπως είναι για παράδειγμα τα σύμπηκτα (πελέτες) ή/και την παραγωγή και πώληση ενέργειας.
Ως συνέπεια, επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας και ελαχιστοποιείται το κόστος απόκτησης της βιομάζας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται σημαντικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες.