«Το θέμα της διαχείρισης των ‘κόκκινων’ δανείων δεν χωρεί λαϊκισμούς και εύκολες τοποθετήσεις». Αυτό τόνισε στο συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (ΟΕΕ) ο εκτελεστικός πρόεδρος της doValue Greece, επικεφαλής περιφέρειας Ελλάδας & Κύπρου, κ. Θεόδωρος Καλαντώνης, υπογραμμίζοντας πως στην ελληνική οικονομία εξακολουθούν να υπάρχουν προβληματικά δάνεια, ύψους 90 δισ. ευρώ. 

«Δεν μπορούμε να μιλάμε για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, ειδικά για την επόμενη πενταετία και να μην σκεφτόμαστε ότι υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα από το παρελθόν, το οποίο, δυστυχώς, ακόμη δεν έχει λυθεί: τα ‘κόκκινα’ δάνεια», τόνισε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως πρόκειται για ένα μεγάλο βαρίδι για την οικονομία και οτιδήποτε αναπτυξιακό σχεδιάζεται. Κι αυτό γιατί, μετά από 13 χρόνια κρίσης εξακολουθούν και υπάρχουν προβληματικά δάνεια περίπου 90 δισ. ευρώ, κατά 20 δισ. ευρώ λιγότερα από το πικ του 2018, χωρίς να παύει να είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο. 

«Παρότι ο κλάδος μας έχει ρυθμίσει δάνεια πάνω από 35 δισ. ευρώ, πάνω από 700.000 πελάτες, ότι περίπου 10 δισ. ευρώ έχουν επιστρέψει ως ‘πράσινα’ στο τραπεζικό σύστημα, έχουμε πολύ δουλειά ακόμη να κάνουμε. Και η δουλειά αυτή δεν μπορεί να τελειώσει ούτε σε ένα χρόνο ούτε σε δύο. Με το πρόβλημα αυτό του παρελθόντος θα ασχολούμαστε για τουλάχιστον πέντε ή και παραπάνω χρόνια. Το θέμα της διαχείρισης των ‘κόκκινων’ δανείων δεν χωρεί λαϊκισμούς και εύκολες τοποθετήσεις», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι servicers δημιουργήθηκαν πριν από δύο χρόνια από τα «σπλάχνα» των τραπεζών, απασχολώντας 5.000 πρώην τραπεζικούς, με ένα και μοναδικό στόχο: να διαχειριστούν αυτό τον μεγάλο όγκο των δανείων. «Είναι διαχειριστές, δεν έχουν τα δάνεια. Επομένως έχουμε τη θεσμική υποχρέωση απέναντι σε αυτούς που μας ανέθεσαν τα δάνεια – τράπεζες ή funds – και έναντι της ελληνικής δημοκρατίας, η οποία μέσω του Ηρακλή έχει εγγυηθεί 60 δισ. ευρώ και άρα, η μη σωστή διαχείρισή τους ενέχει τον κίνδυνο κατάπτωσης των εγγυήσεων και να περάσει το κόστος στον Έλληνα φορολογούμενο. Δεν υπάρχει κανείς που να θέλει να βρει λύση, η οποία είναι σύμφωνα με τις δυνατότητές του και να μην την βρει. Εγγυόμαστε αποτελεσματικότητα, αλλά πάνω από όλα διαφάνεια», εξήγησε.

Όσον αφορά στις τιτλοποιήσεις, ο ίδιος τόνισε πως πρόκειται για 15 στον αριθμό που έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια, ύψους 60 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, οι μισές παρουσιάζουν μία μικρή υστέρηση της τάξεως του 20%. «Ελεγχόμενη σε ένα βαθμό, με τον βασικότερο λόγο να είναι η υστέρηση στα έσοδα από ρευστοποιήσεις. Αυτό, όμως, είναι μία έμπρακτη απόδειξη ότι το μέσο του πλειστηριασμού είναι το τελευταίο εργαλείο, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα. Συγκεκριμένα, τα business plans προβλέπουν ότι περίπου το 30% των εσόδων προέρχονται από πλειστηριασμούς, στην πράξη είναι κάτω από 20%», υπογράμμισε.

Την ίδια στιγμή, οι servicers έχουν να διαχειριστούν περί τα 600.000 ακίνητα – μισά οικιστικά μισά εμπορικά. «Εάν υπολογίσουμε ότι περίπου το 80% των δανείων ρυθμίζεται με κάποιο συναινετικό τρόπο, τότε σε βάθος τριετίας θα ρευστοποιηθούν 100.000 ακίνητα», σημείωσε ο κ. Καλαντώνης, ενώ ως προς τον Φορέα ανέφερε πως ο βασικός λόγος που εδώ καιο τρία χρόνια δεν έχει δημιουργηθεί είναι ότι απαιτούνται ιδιωτικά κεφάλαια. «Αυτό δεν έχει καταστεί εφικτό μέχρι τώρα, ενώ λόγω και της κατάστασης που επικρατεί στις αγορές είναι ακόμα πιο δύσκολο να υποθέσει κάποιος ότι θα βρεθούν ιδιωτικά κεφάλαια. Υπάρχουν και άλλες λύσεις: να δούμε τι κάνουν άλλες χώρες. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, πριν λίγο καιρό η κυβέρνηση ψήφισε ένα αντίστοιχο σχέδιο. Θα ήταν σκόπιμο να πάρουμε κάποιες εμπειρίες για το θέμα αυτό», κατέληξε. 

Επιτόκια

«Δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην ανησυχεί από την αύξηση των επιτοκίων, η οποία είναι και σημαντική και ραγδαία», σχολίασε ο κ. Καλαντώνης, προσθέτοντας πως μέχρι στιγμής δεν παρατηρούνται μαζικές αθετήσεις ειδικά στον χώρο των ενήμερων ή των σχεδόν ενήμερων δανείων. Ωστόσο, εδώ και δύο τρεις μήνες υπάρχουν ανησυχητικά σημάδια, ειδικά στα στεγαστικά και τα δάνεια των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και πρωτίστως σε περιπτώσεις πελατών που είναι σε μία αρχική φάση καθυστέρησης, μία ή δύο δόσεις. «Είναι μία κατάσταση ελεγχόμενη, αλλά φοβάμαι ότι όσο διατηρούνται τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα το πρόβλημα θα εντείνεται. Ενδεικτικά, μία επιχείρηση που έχει σύνολο δανείων 40 εκατ. ευρώ, 200 εργαζόμενους και έχει ρυθμίσει και εξυπηρετεί κανονικά τις οφειλές της. Έχει ένα ετήσιο Ebitda της τάξεως των δύο εκατ. ευρώ. Το 2020 και το 2021 είχε ένα ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων της, ύψους 800.000 ευρώ. Το κόστος σήμερα έχει διπλασιαστεί – στο 1,6 εκατ. ευρώ – και το 2024 θα περάσει τα δύο εκατ. ευρώ. Άρα, όλο το Ebitda θα πηγαίνει για να καλύψει το κόστος δανεισμού», τόνισε χαρακτηριστικά.