Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού επιχειρείν είναι η αδύναμη κεφαλαιακή του διάρθρωση. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι μικρότερες αλλά και οι μεσαίες επιχειρήσεις της χώρας διαθέτουν λίγα ίδια κεφάλαια και έχουν ανάγκη μεγάλου δανεισμού.
Γι’ αυτό άλλωστε οι περισσότερες επιχειρήσεις της χώρας είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε επιθετική εξαγορά αφού αρκεί να βρεθεί κάποιος πρόθυμος για να εξαγοράσει τα δάνεια τους και αυτομάτως επέρχεται αλλαγή ιδιοκτησίας (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ξενοδοχεία)…
Μετά την κρίση του CoViD-19 και το υποχρεωτικό κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, η κυβέρνηση έριξε τη δύναμη πυρός στην κεφαλαιακή ενίσχυση των μικρομεσαίων κυρίως με δύο προγράμματα χρηματοδότησης, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το Ταμείο Εγγυοδοσίας CoViD-19 της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Προκαλεί έκπληξη το ποσό των δανείων για κεφάλαια κίνησης που αιτούνται οι επιχειρήσεις μέσω των δύο αυτών προγραμμάτων. Ξεπερνά τα 27 δισ Ευρώ.
Μοιάζει να προσπαθούν οι επιχειρήσεις να υποκαταστήσουν τον χαμένο τζίρο της περιόδου με δανεικά κεφάλαια. Όλοι ωστόσο γνωρίζουν ότι τα κεφάλαια κίνησης δεν είναι έσοδα μιας επιχείρησης αλλά μία διευκόλυνση για να αυξηθεί ο τζίρος και τα κέρδη.
Πόσο είναι τελικά το χρηματοδοτικό κενό που δημιούργησε η κρίση της πανδημίας;
Οι περισσότεροι τραπεζίτες μοιάζουν να συμφωνούν ότι το χρηματοδοτικό κενό σήμερα δεν ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αιτήματα για δάνεια με επιδότηση επιτοκίου μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ ξεπέρασαν τα 10 δισ. ευρώ, όταν οι πόροι του Ταμείου δεν υπερβαίνουν τα 2 δισ. ευρώ, ενώ σε άλλα 17 δισ. ευρώ αθροίζονται μέχρι σήμερα τα αιτήματα για κεφάλαια κίνησης με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας.
Ενδεικτικό του συνωστισμού που υπήρξε ειδικά στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι ότι μεταξύ των επιχειρήσεων που αιτήθηκαν δάνειο ήταν και κάποιες με μηδενικό τζίρο τα προηγούμενα χρόνια, θεωρώντας ότι τώρα που «βρέχει λεφτά», και μάλιστα άτοκα, είναι ευκαιρία να χρηματοδοτήσουν μια ουσιαστικά ανύπαρκτη δραστηριότητα…