Μια αποτίμηση του ελληνικού συστήματος επιδομάτων κατά τις κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και των βασικών προκλήσεων για τα επόμενα χρόνια.

Οι παγκόσμιες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και η αβεβαιότητα που αυτές έφεραν, άνοιξαν μια μεγάλη συζήτηση για την παρέμβαση του κράτους υπέρ των εκάστοτε πληγέντων. Τα επιδόματα ασφαλώς αποτελούν σημαντικό μέρος αυτών των παρεμβάσεων, επομένως, ο διάλογος ήταν –και παραμένει– πολύ ζωντανός. Πετυχαίνουν όλα τα επιδόματα τον σκοπό τους; Ποια άλλα «παράπλευρα» αποτελέσματα έχουν; Πόσα χρήματα μπορούν να διαθέσουν τα κράτη για την επιδοματική πολιτική τους και μήπως εν τέλει έχει ξεπεραστεί το όριο;

Φυσικά, οι αντίστοιχες ερωτήσεις απασχολούν –δικαιολογημένα– κατά καιρούς και τον τοπικό δημόσιο διάλογο, στην Ελλάδα. Στην οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, η συζήτηση δεν περιστράφηκε μόνο γύρω από τα κατάλληλα μέτρα στήριξης προς όσες και όσους έχασαν απότομα πηγές εισοδήματος, και αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες. Εστίασε επίσης και σε σημαντικές αδυναμίες των ίδιων των επιδομάτων που είχε θεσπίσει το κράτος μας: την πολυδιάσπασή τους, τις προβληματικές διαδικασίες απόδοσής τους και την αντίστοιχη γραφειοκρατία, συχνά την άδικη προτεραιοποίηση κάποιων κοινωνικών ομάδων έναντι άλλων. Μετά την κρίση, η πανδημία και το κύμα πληθωρισμού στην ενέργεια και σε άλλα αγαθά, που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, έφεραν νέες ανάγκες για στήριξη ομάδων του πληθυσμού.

Η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις, με συντονιστή τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Πρόεδρο του ΚΕΠΕ, Παναγιώτη Λιαργκόβα, αποτελεί μια ιδιαίτερα εκτενή χαρτογράφηση των επιδομάτων τα οποία δίνει το ελληνικό κράτος. Αναφέρεται αναλυτικά στο καθένα από αυτά, συγκεντρώνει τα διαθέσιμα στοιχεία και επιχειρεί να αξιολογήσει συνολικά και τεκμηριωμένα την επιδοματική πολιτική στη χώρα, μετά τις σημαντικές αλλαγές και εξελίξεις των δύο τελευταίων δεκαετιών. Διαπιστώνει ότι, παρά τα βήματα που έγιναν με τα Μνημόνια, υπάρχει ακόμη σημαντικό περιθώριο καλύτερης οργάνωσης και στόχευσης των επιδομάτων, ειδικά μετά τη θέσπιση νεότερων επιδομάτων με την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Ταυτόχρονα, οι συγγραφείς σχολιάζουν επίσης ζητήματα αποτελεσματικότητας –κατά πόσο, δηλαδή, τα επιδόματα επιτυγχάνουν τον σκοπό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αλλά και κατά πόσο είναι συμβατά με τους ευρύτερους στόχους της εθνικής οικονομίας, ειδικότερα στο πλαίσιο της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης. Τέλος, καταλήγουν σε ευρύτερες κατευθύνσεις πολιτικής.

Ο διάλογος γύρω από τα επιδόματα

Πριν εστιάσει κάποιος στο ελληνικό καθεστώς επιδομάτων, έχει νόημα ένα σύντομο «πέρασμα» από τα βασικά στοιχεία του διαλόγου γύρω από τα επιδόματα. Γιατί θεσπίζουν επιδόματα τόσα πολλά κράτη; Η επιδοματική πολιτική, ως μέρος της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής που είναι, έχει ως βασικό σκοπό να μειώσει τη φτώχεια και συχνά το επιτυγχάνει –για παράδειγμα, στη Νότια Αφρική, σύμφωνα με υπολογισμούς του ΟΗΕ, η παροχή διάφορων επιδομάτων υπολογίζεται ότι μείωσε την απόσταση του εισοδήματος των φτωχών από το εθνικό όριο της φτώχειας, το λεγόμενο χάσμα φτώχειας, κατά 47%. Ακόμα, τα επιδόματα μέσω αυτών των επιδράσεων, συμβάλλουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων. Όμως, δεν είναι μόνο η βελτίωση της σχετικής θέσης των φτωχών. Συχνά, τα επιδόματα μπορούν με έμμεσο τρόπο να υποστηρίξουν την ανάπτυξη μιας οικονομίας: Για παράδειγμα, μπορεί να ενισχύουν την κατανάλωση τοπικών προϊόντων. Τέλος, φαίνεται ότι κάποια επιδόματα μπορεί να έχουν επίσης τον χαρακτήρα της επένδυσης και να αποδίδουν στον κρατικό προϋπολογισμό περισσότερα έσοδα από το κόστος τους: Για παράδειγμα, τα επιδόματα που δίνονται για βρέφη συμβάλλουν στην καλύτερη υγεία και εκπαίδευση των ίδιων ατόμων αργότερα και, επομένως, στις καλύτερες προοπτικές τους να βρουν εργασία και να συνεισφέρουν πληρώνοντας φόρους στην πορεία της ζωής τους.

Ωστόσο, ποτέ η εικόνα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Η επιλογή των επιδομάτων έναντι άλλων μορφών στήριξης των πιο αδύναμων δέχεται και κριτική. Ένα τέτοιο αρκετά διαδεδομένο σημείο κριτικής έχει σχέση με τον φόβο ότι οι άνθρωποι θα δουλεύουν λιγότερο αν έχουν εισόδημα από επιδόματα, μια υπόθεση η οποία έχει πυροδοτήσει έναν πολύ ζωντανό διάλογο μεταξύ οικονομολόγων. Ακόμα, υπάρχει ο προβληματισμός ότι μέρος των επιδομάτων –καθώς είναι στην ευχέρεια των ωφελουμένων το πώς θα τα διαχειριστούν– μπορεί να δαπανάται για την αγορά αγαθών που δεν είναι απαραίτητα ή είναι ακόμη και βλαπτικά, όπως ο καπνός. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώνεται τόσο συχνά από την εμπειρική έρευνα –οι φτωχοί φαίνεται ότι αν κάνουν κάτι τέτοιο, ξοδεύουν τελικά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του εισοδήματός τους σε αυτά τα είδη. Όμως, η θέσπιση και η διάθεση των επιδομάτων δημιουργεί επίσης γραφειοκρατία, η οποία συνεπάγεται ένα σημαντικό κόστος που δεν είναι πάντοτε σίγουρο ότι είναι χαμηλότερο από το όφελος, έναντι λιγότερο γραφειοκρατικών εναλλακτικών, όπως η μείωση των φόρων. Ένα ακόμη αντίστοιχο σημείο προβληματισμού είναι η πιθανή στρέβλωση που προκαλεί η μαζική διάθεση επιδομάτων στα επίπεδα των τιμών.

Τέλος, όταν υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η διανομή των επιδομάτων κατά κάποιον τρόπο «ακολουθεί» την απόκρυψη εισοδημάτων και επιτρέπει τη στήριξη πληθυσμών που δεν έχουν ανάγκη αλλά απλώς φοροδιαφεύγουν. Με απλά λόγια, αν κάποιος δηλώνει χαμηλότερα εισοδήματα από τα πραγματικά του και βρεθεί κάτω από το «κατώφλι» ενός εισοδηματικού ορίου για ένα επίδομα, τελικά θα λάβει το επίδομα χωρίς να το δικαιούται.

Τα επιδόματα στην Ελλάδα

Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα; Ποια επιδόματα ισχύουν, πώς διανέμονται και πόσο αποτελεσματικά είναι; Για να κατανοήσει κάποιος τι ισχύει σήμερα στο πεδίο της επιδοματικής πολιτικής αξίζει να ανατρέξει στη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, οπότε τα νοικοκυριά έχασαν μέσα σε λίγα χρόνια, από το 2009 έως το 2014, το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Ποια ήταν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η επιδοματική πολιτική στην Ελλάδα; Μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 2016 δίνει ανησυχητική εικόνα: «Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Ελλάδας ήταν απροετοίμαστο να ανταποκριθεί σε αυτή την κρίση και να παράσχει υποστήριξη στο αυξανόμενο μερίδιο των φτωχών της Ελλάδας. Η κοινωνική πρόνοια υποχρηματοδοτείται σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση με εισφορές και σε σύγκριση με τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας σε ολόκληρη την ΕΕ. Η κάλυψη από το σύστημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού είναι χαμηλότερη και η Ελλάδα έχει μερικά από τα μεγαλύτερα κενά στο σύστημα κοινωνικής προστασίας, μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η επάρκεια των παροχών κοινωνικής πρόνοιας είναι επίσης συνήθως χαμηλή. Το σύστημα είναι πολύ κατακερματισμένο, με περισσότερα από 200 συχνά μικρά και κακώς στοχευμένα οφέλη».

Μέσα στην κρίση, τα επιδόματα στην Ελλάδα ήταν πολλά και μικρά, δεν κάλυπταν καλά όσους τα είχαν τότε ανάγκη, δίνονταν από πολλούς φορείς, με σημαντική γραφειοκρατία και με διαφορετικές και συχνά προβληματικές διαδικασίες έγκρισης και διασταύρωσης των στοιχείων. Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα ήταν μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ όπου δεν ίσχυε κανενός είδους σχήμα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος –τελικά, θεσπίστηκε ως όρος των προγραμμάτων προσαρμογής το 2014 και, εκ νέου, το 2016. Η κρίση έφερε την ανάγκη για μια πιο αποδοτική επιδοματική πολιτική στο προσκήνιο και λειτούργησε καταλυτικά. Πολλά επιδόματα εξορθολογίστηκαν, θεσπίστηκαν νέα, όπως το επίδομα ενοικίου το 2017, και ιδρύθηκαν οργανισμοί, όπως ο ΟΠΕΚΑ, που απορρόφησε τον παλιό ΟΓΑ, και σε πολλές περιπτώσεις έκανε πιο αποδοτικές τις διαδικασίες.

Οι δαπάνες για τις οινωνικές παροχές (πλην συντάξεων) την περίοδο 2019-2025

Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη μελέτη