του Νικήτα Καστή
Η ανατροπή της ισχύος της μόλις προ ολίγων μηνών ψηφισθείσης τροπολογίας, με αντικείμενο την εφαρμογή της σχετικής πρόνοιας για την εξίσωση της μεταχείρισης των συνταξιούχων προ – δηλαδή των «παλαιότερων» – και μετά την ημερομηνία ενεργοποίησης του ασφαλιστικού νόμου, το φθινόπωρο του 2016, συνιστά περαιτέρω παραβίαση των αρχών συνέπειας στην άσκηση πολιτικής καθώς και της διασφάλισης ισοπολιτείας.
Επιπλέον δε δυσχεραίνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, ώστε η οικονομία να ανακάμψει με την ταχύτητα που οι καιροί το απαιτούν, ενώ ταυτόχρονα δεν εξοικονομούνται πόροι για την έστω στοιχειώδη παροχή κοινωνικών αγαθών, ιδιαίτερα στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και στους νέους.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται, ή πάντως νομίζει ότι βρίσκεται μπροστά στο απόλυτο αδιέξοδο! Με υφέρπουσα τη διάθεση πλήρους απαξίωσης των μέχρι σήμερα απωλειών της, κυρίως οικονομικών και προσπαθώντας να «ξεχάσει» το μέγεθος και το κυριότερο τη σκοπιμότητά τους, τρικλίζει επώδυνα κάτω από τις δυσβάστακτες επιπτώσεις από την κατακόρυφη πτώση του βιοτικού της επιπέδου, ενώ βιώνει τις τραγικές συνέπειες της συστηματικής πλέον έλλειψης βασικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης, υγείας και ασφάλειας.
Να σημειωθεί εδώ ότι τις συνέπειες αυτές δεν τις έχουν υποστεί στο σύνολό τους ούτε, βέβαια, με την ίδια ένταση όλες οι κοινωνικές ομάδες. Αντίθετα και παρά τα συνήθως δηλούμενα από τους εκάστοτε κυβερνώντες, το σύνολο των δυσμενών συνεπειών έχουν υποστεί οι ομάδες στα κατώτερα επίπεδα της εισοδηματικής κλίμακας καθώς και αυτές με εισοδήματα στο μέσον της κατανομής και επίσης οι ηλικιακά νεώτερες ομάδες του πληθυσμού. Με την – αναμενόμενη – εξαίρεση εκείνων των οποίων τα εισοδήματα διασφαλίζονται από το ελληνικό δημόσιο.
Αλλά και γι’ αυτήν την εισοδηματική ομάδα, οι υπεύθυνοι διακυβέρνησης της χώρας, ιδιαίτερα όσοι προσπάθησαν υποτίθεται να «δώσουν λύσεις» την περίοδο από το έτος 2015 και μετά, επεφύλαξαν σκανδαλωδώς διαφορετική μεταχείριση. Που είναι διαγενεακά άδικη, προσπαθώντας, για προφανείς λόγους πολιτικής τακτικής, να υπηρετήσουν κατά προτεραιότητα τα συμφέροντα των ομάδων των ηλικιακά μεγαλύτερων. Και ενώ στην περίπτωση των συνταξιούχων οι πρόσφατες ρυθμίσεις – θετικά εκπλήσοντας – προέβλεψαν τη διαδικασία αποφυγής μιας παρόμοιας διαγενεακά άδικης και εν πολλοίς αντιαναπτυξιακής μεταχείρισης, είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι αυτές οι ρυθμίσεις θα παραμερισθούν εκ νέου στο όνομα της εξυπηρέτησης της πολιτικής τακτικής των βραχυπρόθεσμων επιστροφών!
Επιδιώκοντας, λίγους μόνον μήνες μετά την ψήφιση του νόμου και την υιοθέτηση των εν λόγω ρυθμίσεων, τη μη περικοπή των συντάξεων των προ της ισχύος του τελευταίου νόμου συνταξιούχων, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό αλλά και η κοινή γνώμη θα λέγαμε ότι συνεχίζει να επιδεικνύει έλλειψη ωριμότητας και διαγενεακής στήριξης, παρά τη δοκιμασία που έχει υποστεί. Σε παραβίαση κάθε έννοιας πολιτικής συνέπειας και ισοπολιτείας.
Αντί δηλαδή να συζητείται η μη περικοπή των συντάξεων, θα έπρεπε αντίθετα να εξηγηθεί στους ενδιαφερόμενους και την κοινωνία ότι αυτή αποτελεί καταρχήν βασικό βήμα μετάβασης σε καθεστώς δικαιότερης κατανομής του εκ της μείωσης της ασφαλιστικής δαπάνης συλλογικού κόστους. Και ότι έτσι, εξυπηρετείται ταυτόχρονα, εκτός των άλλων, η ανάγκη βελτίωσης των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών, μέσω της τόσον απαραίτητης αύξησης των διαθεσίμων για μη μισθολογικό κόστος του δημοσίου (για ασφάλεια, υγεία, παιδεία κ.α.), από την εξοικονόμηση των 1,9 δις ευρώ. Ενώ θα μπορούσε, επίσης, να εξυπηρετηθεί και η αύξηση της δαπάνης για τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης των νέων, βελτιώνοντας έτσι τις προοπτικές ταχύτερης επανόδου στην οικονομική ομαλότητα. Ώστε να μειωθεί και ο χρόνος της έστω μερικής επαναφοράς του επιπέδου του συνόλου των συντάξεων, ακόμη και για τους «παλαιότερους» και για τους – σύμφωνα με τους κυβερνώντες – με σχετικά μικρό προσδώκιμο ζωής συνταξιούχους!
Παρά ταύτα, όπως ως τραγέλαφος αναδεικνύεται, η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας, μαζί και αυτή των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, δεν μπορούν να «αναγνωρίσουν» την εν λόγω διαγενεακή αδικία, ούτε βέβαια να την εκθέσουν στην κονή γνώμη και ιδιαίτερα στους ίδιους τους συνταξιούχους. Τους οποίους η τελευταία «αναμόρφωση» του ασφαλιστικού συστήματος κατάφερε – μεταξύ όλων των άλλων σφαλμάτων – να κατατάξει σε δύο ταχύτητες. Όλοι μαζί λοιπόν, πολιτικά στελέχη και άλλοι δημοσιολογούντες, επιχειρηματολογούν καθημερινά υπέρ της εκ νέου νομοθέτησης της μη περικοπής των συντάξεων των παλαιότερων συνταξιούχων, δηλαδή της ανατροπής της μόνης ίσως πολιτικά ορθολογικής και δίκαιης πρόνοιας του κατά τα άλλα πλήρως ανεπαρκούς νόμου λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος – του και απαξιωτικά λεγόμενου «νόμου Κατρούγκαλου».
Ο νόμος αυτός υιοθέτησε τις πιο παρωχημένες και προ πολλού εγκαταληφθείσες διεθνώς προσεγγίσεις σχετικά με την αποστολή, την οικοδόμηση και τη λειτουργία ενός ασφαλιστικού συστήματος στις κοινωνίες του 21ου πλέον αιώνα. Δεδομένου ότι έλαβε αποκλειστικά υπόψη τη διασφάλιση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα, καταργώντας τα άλλα εξίσου σημαντικά χαρακτηριστικά, με βασικό αυτό της ανταποδοτικότητας και επιδιώκοντας να διαχειρισθεί τις συνέπειες των εξ αντικειμένου αναγκαστικών για την επιβίωση του συστήματος δραστικών μειώσεων των συντάξεων, συνδέοντάς τες μονοσήμαντα με τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας.
Να υπενθυμίσουμε βέβαια ότι, με τις μέχρι τότε επίσης δραστικές περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων, το 2015, είχε επέλθει ισορροπία στο ασφαλιστικό σύστημα, και μάλιστα σε σχετικά υψηλά, ιδιαίτερα συγκρινόμενα με τα σημερινά, επίπεδα των κύριων συντάξεων. Έχοντας μάλιστα ουσιαστικά συνδεθεί η τύχη των υπολειπόμενων «επικουρικών» με την πορεία της οικονομίας, προσδίδοντας έναν σταδιακά διαμορφούμενο ανταποδοτικό χαρακτήρα, κυρίως για τις επόμενες γενιές συνταξιούχων. Τότε λοιπόν ο ελληνικός λαός αποφάσισε ότι εκείνες οι περικοπές έπρεπε να… αποκατασταθούν. Οι δε έκτοτε κυβερνώντες, αφού αντιλήφθηκαν το μέγεθος της «ουτοπίας» τους και της επερχόμενης καταστροφής, εκ της ενδεχόμενης εφαρμογής της υποσχεθείσης «παλινόρθωσης», και μετά από δήθεν μελέτη και διάλογο, με σειρά παλινωδιών, αποφάσισαν, πάντα με βάση τις επικυρίαρχες ιδεοληψίες τους, να «αναμορφώσουν» το ασφαλιστικό σύστημα καθιστώντας το αποκλειστικά αναδιανεμητικό.
Σχεδιάζοντας δε εσφαλμένα τη μετάβαση στο νέο, υποτίθεται ορθολογικά δομημένο σύστημα, που αφορά και στην ένταξη των προ της ισχύος του νόμου συνταξιούχων σ’ αυτό, εφηύραν την «προσωπική διαφορά». Με την ευρηματική υπόθεση ότι η τρόπον τινά εξίσωση μεταχείρισης των δύο πλέον ταχυτήτων συνταξιούχων θα επέλθει … μόνον προς τα επάνω! Υποτίθεται με την ταχύτατη – εν είδει εκτίναξης ελατηρίου – ανάπτυξη της οικονομίας, αφού διαφορετικά το σύστημα δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί βιώσιμο, έτσι κι αλλιώς!
Αλλοίμονο μας, οι ανεπαρκείς, και κάποιοι εξ αυτών ανόητοι, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν – ούτε ακόμη το έχουν κάνει άλλωστε – ότι η ανάπτυξη δεν έρχεται κατά παραγγελία, με την απλή πολιτική βούληση των εκάστοτε κυβερνώντων. Και ούτε άλλωστε τους «διέσχισε το μυαλό» (οποίος νεολογισμός) ότι ο σχεδιασμός της μετάβασης δεν συνιστά απλό εγχείρημα, αλλά αντίθετα θάπρεπε να μελετηθεί και να εφαρμοσθεί σωστά.
Και έτσι, σήμερα πια, οι ως έναν βαθμό αναμενόμενες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την πίεση του ΔΝΤ που προέκρινε μετ’ επιτάσεως την έγκαιρη μείωση της επιβάρυνσης της ασφαλιστικής δαπάνης στον κρατικό προϋπολογισμό – ή εναλλακτικά τη μείωση του χρέους κάτι που οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν μπορούσαν να αποδεχθούν – και με τη με βάση τον νόμο επιδιωκόμενη εξίσωση της μεταχείρισης των προ και μετά τον νόμο συνταξιούχων, καθίσταται αναγκαία η περικοπή των συντάξεων των «παλαιότερων» εξ αυτών, για την τήρηση της ισονομίας.
Όπως όμως πρέπει να κατανοήσουμε, και ιδιαίτερα οι συνταξιούχοι τους οποίους αφορά μαζί με την κοινή γνώμη, η μη ανατροπή του νόμου και η εντέλει περικοπή των συντάξεων, θα εξισώσει καταρχήν τους συνταξιούχους, απαλείφοντας έτσι τις όποιες ανισότητες μεταχείρισης, ενόψει και της αναγκαίας, επόμενης – και αυτήν τη φορά ας ελπίσουμε ορθολογικής – μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος. Η οποία θα καταστεί αναγκαία όσον συνεχίζεται η κατάσταση της αναιμικής ανάπτυξης. Επιπλέον, η εφετινή τουλάχιστον εξοικονόμηση από την περικοπή των ως άνω περίπου 1,9 δις ευρώ, μπορεί να αξιοποιηθεί συμβάλλοντας στην επιτάχυνση της πορείας επαναφοράς της οικονομίας στα επίπεδα εκείνα, οπότε και θα υπηρετείται, με την τήρηση της ισονομίας, η προοπτική διασφάλισης βελτιωμένων συντάξεων, ακόμη και για τους συνταξιούχους με – κατά την κυβέρνηση – περιορισμένο προσδώκιμο ζωής!
Δυστυχώς, σε αυτό το πλαίσιο, η συμβολή του πολιτικού διαλόγου αλλά και η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης δυσκολεύουν περισσότερο τα πράγματα, εντέλει σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας μακροπρόθεσμα. Απλουστεύοντας τα προβλήματα, με την αποσπασματική τους διαχείριση – και δη στη λογική του «καλού» και του «κακού» (η περικοπή είναι «κακή πολιτική») – η κοινή γνώμη δεν ενημερώνεται σφαιρικά, ώστε να μπορεί να κρίνει στοιχειωδώς ορθολογικά ποιο είναι το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας. Και κατά συνέπεια οδηγείται να τοποθετείται αποσπασματικά και εντέλει ιδιοτελώς, κρίνοντας μόνον από το βραχυπρόθεσμο όφελος, ατομικό ή της ομάδας, συχνά σε βάρος του συνολικού οφέλους και σε βάρος των επιδιωκόμενων μακροπρόθεσμα κοινωνικών επιστροφών.
Και αυτό συνιστά μείζον θέμα για την τόσον απαραίτητη πλέον αποτελεσματική διακυβέρνηση της χώρας, στην υπηρεσία της μακροπρόθεσμης συνύπαρξής της στην ομάδα των αναπτυγμένων οικονομιών. Έτσι ώστε να μη βιώσουμε περαιτέρω υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου, των θεσμικών λειτουργιών και της ισοπολιτείας και του κράτους πρόνοιας.
{ Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Ανθρώπινου Κεφαλαίου – Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης}