Την ισχυρή πεποίθηση πως η Τράπεζα της Ελλάδος ανήκει στη μεγάλη οικογένεια του κεντρικού τραπεζικού συστήματος υπογράμμισε ο Γ. Στουρνάρας από το βήμα του διεθνούς συνεδρίου της ΤτΕ, με θέμα “Η γέννηση των Κεντρικών Τραπεζών στον Μεσοπόλεμο” (The birth of Inter-War Central Banks).
Κατά την εναρκτήρια ομιλία του ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε στην «γόνιμη θεσμικά», αλλά και γεμάτη προκλήσεις περίοδο του Μεσοπολέμου και τα διδάγματά της για τη σημερινή εποχή.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «σήμερα η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών από αδικαιολόγητες πολιτικές και επιχειρηματικές επιρροές είναι και πάλι ένα ζήτημα που αξιώνει την προσοχή», αφού όπως εξήγησε δεν αφορά μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομίας και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Υπενθύμισε ότι έχουν περάσει 90 χρόνια από τότε που υιοθετήθηκε η αρχή της ανεξαρτησίας για την ελληνική κεντρική τράπεζα, λέγοντας χαρακτηριστικά:«Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι πια νέα. Το πιο σημαντικό: δεν είναι πια ορφανή – παρά τις σποραδικές προσπάθειες να φανεί ως τέτοια. Ανήκει σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια με ισχυρούς θεσμικούς δεσμούς και κοινό σκοπό» .
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Στουρνάρα:
«Κυρίες και κύριοι,
Με μεγάλη χαρά σας καλωσορίζω σε αυτό το διεθνές συνέδριο, το οποίο είναι αφιερωμένο στη γέννηση των κεντρικών τραπεζών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και οργανώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, που είναι και η ίδια ένα από τα τέκνα αυτής της γόνιμης θεσμικά περιόδου.
Το 1926, η ελληνική κυβέρνηση προσέγγισε τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, σε αναζήτηση βοήθειας, προκειμένου να μπορέσει να ρυθμίσει τα παλιά της χρέη και να συνάψει ένα νέο δάνειο στις διεθνείς αγορές. Τα χρήματα ήταν άμεσα αναγκαία. Μετά από μια δεκαετία πολέμων, που είχαν καταλήξει στην μικρασιατική εκστρατεία και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922, η ελληνική οικονομία χρειαζόταν κεφάλαια για να θεραπεύσει τις πληγές της, να ολοκληρώσει την εγκατάσταση των προσφύγων και να ανασυγκροτήσει τις υποδομές της. Όμως η διεθνής πιστοληπτική της ικανότητα είχε συντριβεί, τα πολεμικά δάνεια παρέμεναν σε εκκρεμότητα, οι δαπάνες υπερέβαιναν κατά πολύ τα δημόσια έσοδα, ο πληθωρισμός διογκωνόταν και η δραχμή είχε χάσει πάνω από το 90% της αξίας της.
Η Κοινωνία των Εθνών, σε συνεννόηση με την Τράπεζα της Αγγλίας και το βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών, απέστειλε άμεσα ομάδα εμπειρογνωμόνων, η οποία θα μελετούσε την κατάσταση στην Ελλάδα και θα ενημέρωνε τη Γενεύη σχετικά. Η συναφής έκθεση δημοσιεύθηκε το 1927. Μαζί με τις αναπόφευκτες συμβουλές περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και διοικητικής μεταρρύθμισης, οι ξένοι εμπειρογνώμονες υπογράμμισαν την απουσία μιας σύγχρονης κεντρικής τράπεζας: ενός θεσμού ελεύθερου από πολιτικές και επιχειρηματικές παρεμβάσεις, με μοναδικό καθήκον την άσκηση νομισματικής πολιτικής. Την εποχή εκείνη, το εκδοτικό προνόμιο βρισκόταν στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Αλλά η Εθνική ήταν παράλληλα η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της χώρας και διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους. Για να υιοθετήσει η Ελλάδα τον κανόνα χρυσού και να συγκαταλεχθεί ξανά στις νομισματικά «σταθερές» χώρες, η Eθνική Τράπεζα έπρεπε να εγκαταλείψει τις εμπορικές της δραστηριότητες και να εστιάσει αποκλειστικά στην κεντρική τραπεζική – ή τουλάχιστον αυτό πρότεινε η Κοινωνία των Εθνών.
Η έκθεση δεν έτυχε θετικής υποδοχής. Ούτε από τους Έλληνες πολιτικούς, που διαμαρτύρονταν για τις παρεμβάσεις των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, ούτε από την ίδια την Εθνική Τράπεζα που αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να αναγκαστεί να παραιτηθεί από τις πιο επικερδείς δραστηριότητές της. Μετά από πολύμηνες και τεταμένες διαπραγματεύσεις, βρέθηκε τελικά ένας συμβιβασμός: η Εθνική Τράπεζα θα διατηρούσε τις εμπορικές της δραστηριότητες και θα παραχωρούσε την ευθύνη για τη νομισματική πολιτική – μαζί με όλα τα συναφή στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της – σε μια νέα τράπεζα, που θα ονομαζόταν Τράπεζα της Ελλάδος.
Έτσι και έγινε. Με ένα Πρωτόκολλο της Κοινωνίας των Εθνών ως πιστοποιητικό γέννησης, η νέα τράπεζα ξεκίνησε τις εργασίες της την άνοιξη του 1928. Προϊόν ενός δύσπεπτού συμβιβασμού προκειμένου να εξασφαλισθεί η πολυαναμενόμενη ξένη βοήθεια, η νέα τράπεζα αντιμετωπίστηκε αρχικά με σκεπτικισμό, αν όχι εχθρότητα. Όπως θα εξηγούσε ο Horace Finlayson, ο Βρετανός σύμβουλος που επέβλεπε την εφαρμογή της συμφωνίας στην Αθήνα, σε επιστολή του προς τον Sir Otto Niemeyer, Διευθυντή της Τράπεζας της Αγγλίας:
«οι ιδιωτικές τράπεζες διατηρούν μια στάση βλοσυρής εχθρότητας […]. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσο η Τράπεζα της Ελλάδος παραμένει σχεδόν πλήρως απομονωμένη. Για την ώρα, δεν είναι το παιδί κανενός και οι πραγματικές της δραστηριότητες δεν απέχουν πολύ από αυτές ενός πολυτελούς ανταλλακτηρίου συναλλάγματος».[1]
Αυτές οι γραμμές γράφονταν τον Οκτώβριο του 1928. Έναν χρόνο αργότερα, τα χρηματιστήρια του Λονδίνου και της Γουόλ Στριτ θα κατέρρεαν, προαναγγέλλοντας μια σειρά γεγονότων που θα συμπαρέσυραν τον κανόνα χρυσού και τη συνεργασία των μεσοπολεμικών κεντρικών τραπεζών. Η ελληνική σταθεροποίηση αποδείχθηκε βραχύβια: έως το 1932 η χώρα είχε φύγει από τον κανόνα χρυσού και είχε χρεοκοπήσει για μια ακόμη φορά. Ως ορφανό νεογέννητο, λοιπόν, η Τράπεζα της Ελλάδος έκανε τα πρώτα της βήματα στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Πέρασε την παιδική της ηλικία προσπαθώντας να κολυμπήσει στα επικίνδυνα νερά της δεκαετίας του ’30, γεμάτα πολύπλοκες διμερείς συμφωνίες ανταλλαγής (clearing) και συναλλαγματικούς ελέγχους.
Είναι ενδιαφέρον ότι εκείνες οι πολύ δύσκολες συνθήκες βοήθησαν στη μεταμόρφωση του «πολυτελούς ανταλλακτηρίου» σε έναν ισχυρό παράγοντα οικονομικής πολιτικής. Από τη μία πλευρά, η κρίση ανάγκασε τις εμπορικές τράπεζες να χτυπήσουν την πόρτα του δανειοδότη τελευταίας προσφυγής. Από την άλλη, η αιφνίδια υποχώρηση του οικονομικού φιλελευθερισμού σηματοδότησε τον θρίαμβο της διακριτικής ευχέρειας έναντι του αυτοματισμού: καθώς η οικονομική πολιτική έγινε πιο παρεμβατική, η εξουσία της Τράπεζας της Ελλάδος διευρύνθηκε. Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το ορφανό είχε μεταμορφωθεί σε ένα ολοκληρωμένο τραπεζικό ίδρυμα, αν και περισσότερο κοντινό στο κράτος από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί.
Ο πόλεμος έφερε περαιτέρω απώλεια ανεξαρτησίας και υπερπληθωρισμό· η σταθερότητα ανακτήθηκε μόλις στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ωστόσο, μέσα από αυτές τις πολλές δοκιμασίες – αν όχι εξαιτίας τους – η Τράπεζα της Ελλάδος ανέκτησε σταδιακά την ανεξαρτησία της και κέρδισε επάξια τη θέση της στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ έγινε ένας από τους πρωταρχικούς πυλώνες οικονομικής σταθερότητας της χώρας. Αυτός ακριβώς ήταν ο ρόλος που κλήθηκε να επιβεβαιώσει στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, παραμένοντας ανεξάρτητη από πολιτικές ή επιχειρηματικές παρεμβάσεις.
Σήμερα, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών από αδικαιολόγητες πολιτικές και επιχειρηματικές επιρροές είναι και πάλι ένα ζήτημα που αξιώνει την προσοχή. Η προάσπιση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών δεν αφορά μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομίας και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είμαι βέβαιος ότι όλοι όσοι συμμετέχουν στο συνέδριο σήμερα έχουν επίγνωση και αυξημένη ευαισθησία στο θέμα αυτό.
Τέτοιες ήταν και οι ιδρυτικές αρχές της Τράπεζας της Ελλάδος το 1928. Έχουν περάσει 90 χρόνια από τότε που τέθηκαν αυτές οι αρχές. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι πια νέα. Το πιο σημαντικό: δεν είναι πια ορφανή – παρά τις σποραδικές προσπάθειες να φανεί ως τέτοια. Ανήκει σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια με ισχυρούς θεσμικούς δεσμούς και κοινό σκοπό.
Σε αυτήν την 90ή επέτειο από τότε που ανοίξαμε τις πύλες μας στο κοινό, αναλογιζόμαστε το παρελθόν μας και στοχαζόμαστε το μέλλον μας. Έχουμε όμως επιλέξει να το κάνουμε μέσα από έναν συγκριτικό και διεθνή φακό.
Κι αυτό επειδή η ελληνική εμπειρία δεν ήταν μοναδική: οι δεκαετίες του ’20 και του ’30 είδαν τη γέννηση μιας σειράς νέων κεντρικών τραπεζών σε πάρα πολλές χώρες. Συχνά, στη γέννηση αυτή βοηθούσαν σύμβουλοι, «γιατροί του χρήματος» όπως τους έλεγαν, από την Τράπεζα της Αγγλίας, την Τράπεζα της Γαλλίας και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ: άνθρωποι όπως ο Niemeyer, ο Siepmann ή ο Strakosh, τα ονόματα των οποίων βρίσκονται διάσπαρτα στα αρχεία πολλών κεντρικών τραπεζών του Μεσοπολέμου, συμπεριλαμβανομένου του αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Ορισμένα από τα νέα ιδρύματα δημιουργήθηκαν για να ξορκίσουν τον πληθωρισμό του πολέμου και να αποκαταστήσουν την πρόσβαση στον δανεισμό. Άλλα πάλι γεννήθηκαν από τη διάλυση αυτοκρατοριών ή από την εξασθένηση αυτοκρατορικών δεσμών με τις αποικίες. Όλα όμως αντανακλούσαν μια προσπάθεια «επιστροφής στην κανονικότητα», με την επαναφορά της διεθνούς νομισματικής τάξης και την αποκατάσταση της συνεργασίας στον απόηχο ενός καταστροφικού παγκόσμιου πολέμου.
Η «επιστροφή στην κανονικότητα» αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση. Η Μεγάλη Ύφεση σύντομα δοκίμασε τη βιωσιμότητα αυτής της τάξης και ανάγκασε πολλά από τα νεογέννητα ιδρύματα να αξιολογήσουν εκ νέου τις προτεραιότητές τους και τη σχέση τους με το κράτος και μεταξύ τους. Τα ερωτήματα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπο το καθένα ήταν παρόμοια, οι απαντήσεις που δόθηκαν όχι και τόσο. Τις επόμενες δύο μέρες, δεκαπέντε διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί από έντεκα χώρες θα παρουσιάσουν το έργο τους αναφορικά με τις διαφορετικές θεσμικές ή εθνικές εμπειρίες των ετών του Μεσοπολέμου. Τους ευχαριστώ που βρίσκονται εδώ και ανυπομονώ να ακούσω τις εισηγήσεις τους.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος και τον Διευθυντή του, κ. Παναγιώτη Παναγάκη, καθώς και τον οικονομικό ιστορικό μας και επιστημονικό υπεύθυνο του Ιστορικού Αρχείου, κ. Ανδρέα Κακριδή, που είναι η ψυχή αυτού του συνεδρίου. Το προσωπικό στο γραφείο μου, τα πολύτιμα στελέχη του Τμήματος Επικοινωνίας, τους υπευθύνους για την ασφάλεια και πολλούς ακόμη συναδέλφους της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς τους οποίους αυτό το συνέδριο δεν θα ήταν εφικτό.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει δεσμευθεί να προωθεί την ιστορική έρευνα, ιδιαίτερα την έρευνα στην οικονομική ιστορία. Όμως το παρελθόν είναι πιο ενδιαφέρον όταν εμπλουτίζει την κατανόησή μας για το παρόν και το μέλλον. Οι αντιδράσεις πολιτικής στην πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση καθορίστηκαν από αντιλήψεις – συχνά εσφαλμένες – για το παρελθόν, ιδίως για την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης χαρά μου να καλωσορίσω αρκετούς από τους σεβαστούς συναδέλφους μου από άλλες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, που έχουν έρθει εδώ για το συνέδριο. Η παρουσία τους μας τιμά και υπογραμμίζει τη σύνδεση του παρόντος και του μέλλοντος της κεντρικής τραπεζικής. Θα έχουμε πολύ περισσότερο χρόνο να συζητήσουμε γι’ αυτό αργότερα σήμερα, στη στρογγυλή τράπεζα των Διοικητών.
Αλλά, πρώτα, ας στρέψουμε το βλέμμα μας στο παρελθόν και ας ξεκινήσουμε το ταξίδι μας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Εύχομαι σε όλους ένα αποδοτικό συνέδριο και περιμένω με ανυπομονησία τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις!»