Στην πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου από το ΔΝΤ αλλά και από την ΕΚΤ προσανατολίζεται η κυβέρνηση μετά την επιτυχημένη έκδοση του δεκαετούς ομολόγου.
Εξάλλου σήμερα το απόγευμα συνεδριάζει το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ με δεύτερο θέμα στη σημερινή ατζέντα την πρώτη μετά-προγραμματική έκθεση για την Ελλάδα για να αποτιμήσει τα αποτελέσματα της αποστολής στην Αθήνα που ολοκληρώθηκε στις 25 Ιανουαρίου και για να εγκρίνει τα “ευρήματα” και τις συστάσεις που θα απευθύνει προς την ελληνική κυβέρνηση.
Ουσιαστικά, η εν λόγω έκθεση αποτελεί τη συνέχεια των πορισμάτων της Κομισιόν που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα. Παρά το ότι πλέον το Ταμείο δεν έχει ενεργό πρόγραμμα με την Ελλάδα η θέση του έχει σημασία για δύο λόγους:
* αφενός δεν θα πρέπει να υπάρχουν μεγάλες “αποκλίσεις” από τις θέσεις των θεσμών όπως θα επικυρωθούν πολιτικά στο Eurogroup της προσεχούς Δευτέρας και
* αφετέρου οι συστάσεις του διαβάζονται προσεκτικά από τις αγορές στις οποίες επέστρεψε εκ νέου χθες η Ελλάδα με την έκδοση του 10ετούς ομολόγου.
Η έκθεση (θα συντάσσεται μία ανά εξάμηνο αλλά το ΔΝΤ θα μετέχει σε όλες τις ανά τρίμηνο αποστολές στην Αθήνα) περιλαμβάνει τα “ευρήματα” του Ταμείου, αλλά και τις απαντήσεις της κυβέρνησης μέσω επιστολής του εκπροσώπου της κ. Ψαλιδόπουλου.
Το κείμενο θα συζητηθεί (μαζί με την ετήσια έκθεση για το Βέλγιο) στο εκτελεστικό όργανο του Ταμείου. Στην Ελλάδα δεν πρόκειται για ετήσια έκθεση αλλά για “Μετα-Προγραμματική Παρακολούθηση” που ενεργοποιείται σε χώρες με υψηλό χρέος προς το ΔΝΤ (δηλαδή χρέος που υπερβαίνει είτε το ποσό του 1,5 δισ. ευρώ σε “ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα” είτε το 200% του μεριδίου τους).
Ωστόσο η κυβέρνηση προσανατολίζεται και σε μία ακόμη κίνηση: στην πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου από το ΔΝΤ αλλά και από την ΕΚΤ.
Οι συστάσεις για τις τράπεζες, τα δημοσιονομικά και τον κατώτατο
Η πρώτη ένδειξη προθέσεων του Ταμείου φάνηκε στη “Δήλωση Συμπερασμάτων” που ανακοινώθηκε αμέσως μετά το τέλος της αποστολής στην Αθήνα. Το ΔΝΤ ζητούσε από την κυβέρνηση να θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, με δημοσιονομικό περιθώριο που θα δημιουργήσει από τη μείωση του αφορολόγητου.
Κατέγραφε επίσης τους δημοσιονομικούς κινδύνους που προκύπτουν και από τις δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη. Σύστηνε μάλιστα την προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων.
Ανέφερε παράλληλα ότι οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές. Εκτιμούσε ότι μπορεί να απαιτηθεί χρήση δημοσίων πόρων για τη στήριξη των τραπεζών, αλλά ζητούσε να ληφθεί υπόψη η επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και στα οικονομικά του κράτους.
Απηύθυνε επιπροσθέτως συστάσεις να υπάρξει μία ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων που έχουν γίνει πιο έντονοι. Μιλούσε για πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση (ή για ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών.
Ως αντίβαρο για την αύξηση του κατώτατου μισθού το ΔΝΤ ζητούσε μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας με δομικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης άσκησε κριτική για την αύξηση των επενδύσεων που παραμένει άτονη και το αδύναμο επενδυτικό κλίμα και εκτιμά μεν υψηλό ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ το 2019 (2,4%) αλλά μεσοπρόθεσμα μία επιβράδυνση σε ποσοστό λίγο παραπάνω από το 1%.
Η αγωνία για το Eurogroup
Η αναλυτική έκθεση του ΔΝΤ αναμένεται να ανακοινωθεί σύντομα (ανάλογα με την έκβαση της σημερινής συνεδρίασης). Σε κάθε περίπτωση, θα παρουσιαστεί στο Eurogroup της Δευτέρας, μαζί με το τελευταίο πόρισμα των θεσμών της ΕΕ για την πορεία των 16 προαπαιτούμενων.
Προς το παρόν, η κατάληξη της συνόδου της Δευτέρας αναφορικά με τη “δόση” των 970 εκατ. ευρώ (παρεμβάσεις ελάφρυνσης χρέους) είναι αβέβαιη. Και τούτο καθώς οι “ουρές” στον διάδοχο του νόμου Κατσέλη παραμένουν, αλλά και κράτη – μέλη όπως η Ολλανδία ζητούν την εφαρμογή των δεσμεύσεων μέχρι… κεραίας. Πάντως, σε πολιτικό επίπεδο αναζητείται μία διέξοδος και λόγω των Ευρωεκλογών αλλά και γιατί δεν είναι επιθυμητό να υπάρξει κάποια μη διαχειρίσιμη “σκιά” στο κλίμα που διαμορφώνεται στην αγορά ομολόγων.