Με έξυπνες επιλογές και αξιοποίηση προσφορών οι καταναλωτές μπορούν να εξοικονομήσουν μέχρι και 36% του κόστους του πασχαλινού τραπεζιού
Η παρούσα έκθεση-αναφορά του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) παρουσιάζει τα αποτελέσματα έρευνας τιμών των προϊόντων του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων (μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ) στην Ελλάδα το Πάσχα 2020. Βασίζεται σε πρωτογενή δεδομένα που συνέλ0εξαν ερευνητές του ΙΕΛΚΑ από τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ και αφορούν τις τιμές της μεγάλης εβδομάδας καθώς και από στοιχεία από την εφαρμογή e-katanalotis.
Συνολικά το μέσο τυπικό καλάθι του 2021 στις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ μη συμπεριλαμβανομένων αμνοεριφίων υπολογίζεται στα 41,70€ και δεν παρουσιάζει ουσιαστική μεταβολή με αύξηση της τάξης του +0,7% σε σχέση με το 2020 όταν ήταν 41,40€ (πίνακας 1). Παράλληλα το μέσο εύρος τιμών (διαφορά μικρότερης με μέγιστης τιμής τυπικού καλαθιού) εντός των εξεταζόμενων κατηγοριών παραμένει υψηλό με 36%, καταδεικνύοντας ότι οι καταναλωτές για άλλη μία χρονιά έχουν πρόσβαση σε μεγάλο εύρος εναλλακτικών επιλογών (διαφορετικές ποικιλίες, ποιότητες, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αξιοποίηση προσφορών και εκπτώσεων. Σημαντικό ρόλο για άλλη μια χρονιά αναμένεται να παίξει και η παρατηρούμενη το τελευταίο διάστημα ένταση των προσφορών και προωθητικών ενεργειών από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ και τις προμηθευτικές εταιρείες με τη μορφή παροχής επιπλέον εκπτώσεων, επιπλέον ποσοτήτων, δωροεπιταγών, εκπτωτικών κουπονιών κλπ, η οποία αφορά σχεδόν το σύνολο των εποχιακών προϊόντων και εκτιμάται ότι παρέχει επιπλέον όφελος περίπου 13% από τις προσφορές κατά μέσο όρο στους καταναλωτές που θα τις επιλέξουν.
Αν και οι περισσότερες εξεταζόμενες κατηγορίες προϊόντων παρουσιάζουν μείωση, σημαντικά αυξημένη αναμένεται ότι θα είναι η τιμή του αρνιού την Μεγάλη Εβδομάδα με τις τιμές να μην έχουν διαμορφωθεί ακόμα. Σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς ένας συνδυασμός παραγόντων πιέζει τις τιμές αυξητικά. Η μειωμένη διάθεση προϊόντων από το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω Brexit προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησε σε απορρόφηση προϊόντων από την ελληνική αγορά προς το εξωτερικό για το καθολικό Πάσχα (ειδικά Ιταλία και Ισπανία), λόγω και του ότι το καθολικό Πάσχα φέτος «έπεσε» αρκετά νωρίτερα από το ορθόδοξο. Το ότι το ορθόδοξο Πάσχα φέτος «πέφτει» τόσο αργά σημαίνει ότι τα αμνοερίφια βάρους 10-13 κιλών τα οποία ζητούνται κυρίως από τους καταναλωτές είναι λιγότερα (γιατί τέτοια εποχή τα ζώα έχουν μεγαλώσει) και η μειωμένη προσφερόμενη ποσότητα σε αυτό το βάρος πιέζει την τιμή αυξητικά.
Το συνολικά χαμηλό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία επίπεδο τιμών του τυπικού Πασχαλινού καλαθιού είναι αποτέλεσμα της έντασης του ανταγωνισμού που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, τόσο στον κλάδο των σουπερμάρκετ, όσο και με τα ανταγωνιστικά κανάλια (π.χ. κρεοπωλείο, λαϊκή αγορά κλπ). Η διαφορά τιμών των καταστημάτων μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ από την υπόλοιπη αγορά (είναι αποτέλεσμα των οικονομιών κλίμακας, της αποτελεσματικής λειτουργίας των οργανωμένων τμημάτων προμηθειών των σουπερμάρκετ και της μακροχρόνιας συνεργασίας με οργανωμένους μεγάλους προμηθευτές.
Παράλληλα, όπως καταγράφεται στις έρευνες καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) τα μέτρα περιορισμού κυκλοφορίας επηρεάζουν και τις αγοραστικές αλλά και τις διατροφικές συνήθειες του κοινού. Συγκεκριμένα:
- Τα οικογενειακά τραπέζια αυτών των ημερών θα είναι μικρότερα. Το 2019, το 67% ή 2 στους 3 καταναλωτές συμμετείχαν σε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια άνω των 10 ατόμων. Το ποσοστό αυτό ήταν το 2020 μόλις 3%, ενδεχομένως φέτος να έχουμε ελαφρώς μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά σίγουρα μακριά από το 2019.
- Επίσης το 31% το οποίο επέλεγε να κάνει το πασχαλινό του τραπέζι στον κλάδο της εστίασης ως το 2019, για δεύτερη χρονιά πρακτικά μηδενίζεται λόγω των μέτρων περιορισμού κυκλοφορίας.
- Τέλος παραμένει αυξημένη η τάση Do-It-Yourself (DIY) όσον αφορά τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Δηλαδή οι καταναλωτές επιλέγουν να φτιάξουν μόνοι τους γλυκά και άλλα πασχαλινά είδη σε μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με το παρελθόν. Χαρακτηριστικά, το ποσοστό που θα φτιάχνει γλυκά στο σπίτι ανεβαίνει από το 51% στο 62%.