Το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο “Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων – Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 – 2022” που έρχεται να υλοποιήσει τη συμφωνία ολοκλήρωσης της 4ης αξιολόγησης καταγράφει μεν κάποια μικρά –αν και ημιτελή- βήματα προόδου σε θέματα φορολογίας και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, εκτιμά ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα με τίτλο “Eκπτώσεις λόγω τέλους εποχής”.
Το πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνει ωστόσο και κάποιες σοβαρές εκπτώσεις σε κρίσιμα πεδία όπως η αγορά εργασίας που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις επενδύσεις, τονίζει ο ΣΕΒ και προσθέτει:
“Αποτελεί δηλαδή ακόμη μια επιβεβαίωση της σπουδής κυβέρνησης και Θεσμών να κλείσουν το τρέχον πρόγραμμα για να προχωρήσουν παρακάτω.
Η πλέον κρίσιμη διάταξη αφορά τις εργασιακές σχέσεις. Παρότι πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση να αναγνωρίσει ότι η μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία αντίκειται στις διεθνείς συμβάσεις και να εξασφαλίσει ότι θα προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις “ουσιωδών υπηρεσιών” και όταν τίθεται σε κίνδυνο η “κοινωνική ειρήνη”, το νομοσχέδιο ενισχύει την υποχρεωτική διαιτησία.
Έτσι, δίνει τη δυνατότητα στη μία πλευρά εσκεμμένα να προκαλέσει ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, την ώρα που, μεταξύ άλλων, δεν νομοθετείται η κατάλληλη υποδομή που να διασφαλίζει την αντιπροσωπευτικότητα των κλαδικών συμβάσεων για να αποκλειστούν καταχρήσεις με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα κλάδων και συνολικά της οικονομίας.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει επίσης επί της αρχής θετικές διατάξεις για την αδειοδότηση των επιχειρήσεων, οι οποίες όμως αποτελούν άλλη μια διστακτική και ημιτελή μεταρρύθμιση, καθώς έχει σκοπίμως περιορισμένο εύρος εφαρμογής που δεν καλύπτει τις ανάγκες της Ελληνικής βιομηχανίας και δεν προχωρά σε πιο τολμηρά αλλά αναγκαία βήματα εκσυγχρονισμού της αδειοδοτικής νομοθεσίας, πάντα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά το πτωχευτικό δίκαιο και τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, δεν αντιμετωπίζονται σημαντικά εμπόδια στην εξυγίανση της αγοράς που σχετίζονται με τον χειρισμό των φορολογικών επιπτώσεων που έχουν οι διαγραφές οφειλών, την ώρα που οι απλές υποθέσεις δεν εντάσσονται σε έναν πράγματι ευέλικτο και εξωδικαστικό μηχανισμό και οι πιο σύνθετες υποθέσεις δεν μπορούν να μετακινηθούν σε βελτιωμένες και ταχύτερες προ-πτωχευτικές διαδικασίες.
Τέλος, η υπόσχεση του κράτους για μια πιο γενναιόδωρη στάση ως προς τις διαγραφές απαιτήσεων παραμένει προνόμιο μόνο του “εξωδικαστικού” μηχανισμού. Μάλιστα, για την ώρα αυτή η υπόσχεση παραμένει θεωρητική προοπτική.
Την ίδια ώρα δεν θεραπεύονται σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά φαρμάκου, ενώ και τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου στα καπνικά προϊόντα δεν λαμβάνουν υπόψη τους το υφιστάμενο Ευρωπαϊκό πλαίσιο καθώς και τις σημαντικές επερχόμενες εξελίξεις σε ζητήματα ιχνηλασιμότητας.
Το νομοσχέδιο περιέχει, τέλος, και ορισμένα χρήσιμα (αλλά εξαιρετικά περιορισμένης φύσης) φορολογικά μέτρα και κίνητρα για αύξηση απασχόλησης και πραγματοποίηση ορισμένων επενδύσεων.
Από την άλλη, δε φαίνεται να έχει γίνει συνείδηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να χρεώνει επενδυτές και εργαζομένους με υψηλούς και υπερπροοδευτικούς φόρους και εισφορές ανεπτυγμένης κεντροευρωπαϊκής χώρας – λόγω της χαμηλής ανταποδοτικότητας. Μια τέτοια πρόταση δεν προσελκύει επενδυτές και εργαζόμενους, την ώρα που οι πλέον παραγωγικές ηλικίες του πληθυσμού μειώνονται ραγδαία λόγω του brain drain και της υπογεννητικότητας. Κίνητρα παραγωγικών επενδύσεων συνεχίζουν να απουσιάζουν αν και υπάρχουν πλέον καταγεγραμμένες πρακτικές στην Ε.Ε. ότι αποδίδουν ακόμα και μέσα στην κρίση (πχ υπερ-αποσβέσεις στην Ιταλία).
Η βιομηχανία / μεταποίηση εξακολουθεί να μην είναι κεντρικός αναπτυξιακός βραχίονας αν και έχει τα μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά οφέλη για το σύνολο της οικονομίας, την απασχόληση, τα δημόσια έσοδα, κτλ. Αυτή η σημαντική έλλειψη έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση του Πρωθυπουργού στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ για στήριξη στη βιομηχανική ανάκαμψη και αποδοχή του στόχου του 12% στο ΑΕΠ μέχρι το 2020.
Τέλος, απουσιάζει ένα συγκροτημένο πλέγμα επενδυτικών μεταρρυθμίσεων με ποσοτικούς στόχους και δράσεις που μπορούν να ανεβάσουν τις επενδύσεις στο 20% του ΑΕΠ από το 12% σήμερα.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβλέψεις του ΜΠΔΣ για συνεχή αύξηση των εσόδων του κράτους ερευνώνται με τρόπο αυστηρό ως προς το ρεαλισμό τους, την ώρα που φαίνεται το πλέον δυναμικό μέρος της φορολογητέας ύλης να αποφεύγει τη δραστηριοποίηση στη χώρα μας με όλο και μεγαλύτερη ένταση”.